Η αισιοδοξία, ο πατριωτισμός και η τρυφερότητα χαρακτηρίζουν τα έργα του που μας συντροφεύουν ακόμη υπενθυμίζοντάς μας πως «τις πιο όμορφες μέρες μας δεν τις ζήσαμε ακόμα».
Ο Ναζίμ Χικμέτ Ραν (Nazim Hikmet Ran), όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, γεννήθηκε στην τουρκοκρατούμενη Θεσσαλονίκη στις 15 Ιανουαρίου 1902, πολύ σύντομα φεύγει για την Πόλη. Δεν ξαναγύρισε ποτέ στον τόπο του: «Δε μου αρέσει να επιστρέφω», είχε πει.
Πρόκειται για μία από τις σημαντικότερες φωνές της τουρκικής λογοτεχνίας τον 20ο αιώνα. Πέρασε πολλά χρόνια στη φυλακή για τις κομμουνιστικές του ιδέες και πέθανε εξόριστος στη Μόσχα στις 3 Ιουνίου του 1963. Θεωρείται ένα από τα ινδάλματα της τουρκικής Αριστεράς.
Γεννημένος από μία εύπορη οθωμανική οικογένεια της πόλης, με γερμανοπολωνικές ρίζες από τη μητρική πλευρά. Η μητέρα του, Τζελίλ Χανίμ, ήταν μία αξιόλογη καλλιτέχνιδα παθιασμένη με τη γαλλική κουλτούρα και ο πατέρας του, Χικμέτ Μπέης, ήταν ανώτερος αξιωματούχος του Σουλτάνου. Λόγω της διάστασης των γονέων του, πέρασε πολλά από τα παιδικά του χρόνια κοντά στο παππού του, ο οποίος ήταν ανώτερος κρατικός αξιωματούχος στη Μικρά Ασία.
Η εύπορη οικονομική κατάσταση της οικογένειας του, του προσφέρει τη δυνατότητα να μορφωθεί και να σπουδάσει. Το 1917 ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του στην Κωνσταντινούπολη. Ένα χρόνο μετά, σε ηλικία 16 ετών ξεκινάει σπουδές στην Οθωμανική Ναυτική Σχολή στη Χάλκη, ενώ σε ηλικία μόλις 17 ετών αρθρογραφεί και γράφει τα πρώτα του ποιήματα σε περιοδικά: «Όλα τα αφεντικά και οι αγάδες και οι πασάδες και εβλαγιάδες ας πάνε να πνιγούν στων αιώνιων σκοταδιών τα βάθη. Στους δρόμους του φωτός των απλών ανθρώπων δεν υπάρχει παρά μονάχα μια θρησκεία, ένας νόμος, ένα δίκιο: Η δουλειά του εργάτη».
Μετά από δύο χρόνια (1920) αρρωσταίνει σοβαρά -σύμφωνα με την ιατρική γνωμάτευση- και εγκαταλείπει το ναυτικό. Σύμφωνα όμως με άλλες πηγές αυτή ήταν η αφορμή. Η πραγματική αιτία ήταν ότι συμμετείχε σε κάποια πολιτική κίνηση η οποία δεν συμβάδιζε με τον χαρακτήρα της σχολής.
Με την κατοχή της Κωνσταντινούπολης από τις συμμαχικές δυνάμεις, μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, ο Ναζίμ εξεγείρεται, συνεπαρμένος από τον αγώνα των Τούρκων χωρικών για ανεξαρτησία. Ενθουσιάζεται με την Οκτωβριανή επανάσταση και το 1922, μόλις είκοσι χρονών, φεύγει για τη Μόσχα.
Ωστόσο μετά τον πόλεμο της Ανεξαρτησίας, το 1924, επιστρέφει στην πατρίδα του, όμως αναγκάζεται να φύγει και πάλι για τη Μόσχα, ως θύμα των διώξεων εναντίον των κομμουνιστών. Επιστρέφοντας στη Μόσχα, το 1926, έρχεται σε επαφή με τον Μαγιακόφσκι και τους Ρώσους φουτουριστές, οι οποίοι επηρεάζουν σε μεγάλο βαθμό την ποίηση του.
Μετά από δέκα χρόνια περίπου δημοσιεύει ένα ελεγείο της εξέγερσης, την « Εποποιία του Σεχ Μπεντρετίν », αυτό είχε αντίκτυπο στην ελευθερία του εφόσον γι’ αυτή του την δημοσίευση καταδικάζεται – το 1938 – σε είκοσι οχτώ χρόνια κάθειρξη.
Απελευθερώνεται το 1949 χάρη στη δράση μιας διεθνούς επιτροπής υποστήριξης, η οποία σχηματίστηκε στο Παρίσι, από τους Ζαν Πολ Σαρτρ, Πάμπλο Πικάσο και Πολ Ρόμπσον. Έπειτα από έναν χρόνο βραβεύεται με βραβείο ειρήνης, το οποίο μοιράζεται με τον Πολ Ρόμπσον και τον Πάμπλο Νερούδα.
Στα πεντηκοστά του χρόνια καλείται, χωρίς να μπορεί να απαλλαγεί, ν’ εκτελέσει τη στρατιωτική του θητεία. Αγωνιζόμενος ενάντια στα πυρηνικά όπλα, ο Χικμέτ καταφεύγει και πάλι στη Σοβιετική Ένωση, αφήνοντας γυναίκα και παιδιά.
Ο Ναζίμ Χικμέτ, ως κομμουνιστής και διεθνιστής, δεν έμεινε απαθής μπροστά στα γεγονότα της Κύπρου. Πήρε θέση πριν ακόμα ο Αττίλας εισβάλει στην πατρίδα μας:
«...Είναι χρέος σας να κάμετε το παν για να μην πέσετε στην παγίδα των ιμπεριαλιστών και των πρακτόρων τους, να μην αλληλοσκοτώνεστε, πρέπει να αγωνιστείται μαζί – μαζί και να εξαλείψετε απ’ το πανέμορφο νησί σας και τα τελευταία αχνάρια της αποικιοκρατίας. Αγαπώ το νησί σας, όπως ακριβώς αγαπώ την Ελλάδα και την Τουρκία. Το νησί σας μπορεί και πρέπει να γίνει συνδετικός κρίκος, που θα δυναμώσει τους δεσμούς της φιλίας των λαών της Ελλάδας και της Τουρκίας. Το νησί σας μπορεί και πρέπει να γίνει ο κήπος όπου θα σεριανάει η ζωοφόρος ειρήνη, δίχως το φόβο της επίθεσης και της καταστροφής...».
Αυτό το απόσπασμα από το μήνυμα του Ναζίμ Χικμέτ προς τους Ε/Κ και τους Τ/Κ δείχνει το βαθύ αίσθημα του διεθνισμού, την φιλία υπέρ των λαών, αλλά ταυτόχρονα και την απέχθεια του προς τον εθνικισμό και το σωβινισμό.
Η ποίησή του χαρακτηρίζεται όχι μόνο από επαναστατικότητα, πίστη στα ιδανικά του σοσιαλισμού, απέραντη αγάπη για τον άνθρωπο και την ανθρωπιά αλλά και από μια απίστευτη αισιοδοξία. Μέσα από τα ποιήματά του, που αρκετά από αυτά μελοποιήθηκαν από μεγάλους συνθέτες, μεταφέρονται διάφορα μηνύματα. Μηνύματα κοινωνικά, αγάπης και ειρήνης, αγωνιστικότητας, υπέρ της αδελφοσύνης και της φιλίας.
Ωστόσο η αισιοδοξία του φαίνεται έντονα όταν γράφει μέσα στο κελί της φυλακής, μη ξέροντας αν το αύριο θα του φέρει το θάνατο, αυτό το ποίημα (το οποίο και μελοποιήθηκε από το Μάνο Λοϊζο):
«Η πιο όμορφη θάλασσα είν’ αυτή,
που δεν την αρμενίσαμε ακόμα
το πιο όμορφο παιδί δε γεννήθηκε ακόμα,
τις πιο όμορφες μέρες μας δεν τις ζήσαμε ακόμα
κι ότι πιο όμορφο θα ‘θελα να σου πω
δε σ’το ‘πα ακόμα».
Ανεκτίμητη η προσφορά του Ναζίμ Χικμέτ στον πολιτισμό. Αλίμονο σε αυτόν που δεν εφάρμοσε έστω και ένα στίχο από τα ποιήματα του στην ζωή του, που δεν ανακάλυψε την ανεκτίμητη αξια του στην ανθρωπότητα. Ο Ναζίμ ήταν και είναι ζωή, είναι αισιοδοξία και πίστη για το αβέβαιο μέλλον που μας περιμένει, είναι αγάπη και αγώνας για ένα ειρηνικό κόσμο.
…όσο παθιασμένα αγάπησε την πατρίδα του, τόσο μίσησε τον εθνικισμό. Κι όσο πολύ αγάπησε το λαό του, τόσο αγάπησε κάθε λαό του κόσμου…
Λευκή Δημητρίου
Μέλος Κεντρικού Πολιτιστικού Γραφείου