Το Κίνημα των Μορφωτικών Συλλόγων εμφανίζεται στην Κύπρο στο τέλος της δεκαετίας του 1930 και αγκαλιάζεται με μεγάλο ενθουσιασμό από τις πλατιές μάζες των εργατών και αγροτών της υπαίθρου. Έχοντας την καθοδήγηση του κόμματος των εργαζομένων, οι Μορφωτικοί Σύλλογοι ανέπτυξαν πλούσια μορφωτική, πολιτική και πολιτιστική δραστηριότητα που απευθυνόταν στις λαϊκές μάζες οι οποίες ζούσαν κάτω από άθλιες συνθήκες. Το Κίνημα των Μορφωτικών Συλλόγων γεννήθηκε μέσα σε μια κοινωνία που το είχε ανάγκη. Ήταν γέννημα των καιρών και των συγκεκριμένων συνθηκών. Ποιές ήταν αυτές οι συνθήκες;
Κατά τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα στην Κύπρο, η Εκκλησία μαζί με την άρχουσα τάξη που ζούσε στις πόλεις, διεκδικούσαν το μονοπώλιο στον τομέα της εκπαίδευσης και του πολιτισμού. Παρά τις αντιρρήσεις της Βρετανικής αποικιοκρατικής διοίκησης, η Εκκλησία κατάφερε να διατηρήσει κυρίαρχο ρόλο στην παιδεία του τόπου, προωθώντας τον εθνοκεντρισμό και συντηρώντας το μορφωτικό επίπεδο του λαού της υπαίθρου σε χαμηλά επίπεδα. Από την άλλη η οικονομική κατάσταση όσων ζούσαν στην ύπαιθρο δεν τους επέτρεπε να μορφώνονται αλλά τους επέβαλλε να μπαίνουν από πολύ νωρίς στη βιοπάλη. Όπως γράφει ο σύντροφος Χρίστος Πέτας, στο βιβλίο του «Το Κίνημα των Μορφωτικών Συλλόγων 1939-1945», «λίγες, ελάχιστες ήταν οι οικογένειες που είχαν τη δυνατότητα να αφήσουν το παιδί τους να τελειώσει το δημοτικό σχολείο κι ακόμα λιγότερες εκείνες που είχαν τη δυνατότητα να στείλουν το παιδί τους στη Μέση Εκπαίδευση. Όσο για ανώτερη εκπαίδευση ούτε λόγος. Ήταν σπάνιο να βρεις οικογένεια που να μπορεί να σπουδάσει παιδί»
Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες η πολιτιστική δραστηριότητα που αναπτύσσεται στην Κύπρο αφορά κατά κύριο λόγο την αστική τάξη και είναι πλήρως συνυφασμένη με την επεκτατική πολιτιστική πολιτική της Βρεττανικής αποικιοκρατίας. Με την υποστήριξη της ντόπιας αστικής ελίτ, η Μ. Βρετανία αρχίζει να εισάγει στην Κύπρο στοιχεία Δυτικού πολιτισμού που αφορούσαν το θέατρο, τη μουσική, το χορό, τη ζωγραφική κτλ, επιδιώκοντας να επεκτείνει τη δυτική αγορά. Η κυπριακή αστική ελίτ υιοθετεί χωρίς αναστολές και με υπέρμετρο ενθουσιασμό όλα τα εισαγόμενα πολιτιστικά στοιχεία της Δύσης. Συμμετέχει με περηφάνια στα πρωτοεμφανιζόμενα κονσέρτα κλασσικής μουσικής, σε χοροεσπερίδες με βαλς και ταγκό και εκφράζει μέσα από τον αστικό τύπο της εποχής θαυμασμό για τις πιο πάνω εκδηλώσεις.
Οι λαϊκές μάζες της υπαίθρου δεν σχετίζονται με αυτού του είδους τις εκδηλώσεις. Ζουν περιθωριοποιημένες, στο έλεος των Βρετανικών ορέξεων, κάτω από το φόβο της τοκογλυφίας, της βαριάς φορολογίας και των εκποιήσεων των περιουσιών τους. Μαζί τους περιθωριοποιείται και ο ντόπιος λαϊκός πολιτισμός. Αυτός που αγγίζει την καθημερινή ζωή, συνοδεύει την εργασία στα χωράφια, το θερισμό, τα πανηγύρια, τους γάμους, τις κηδείες και όλες τις εκφάνσεις της ζωής. Σ’ αυτά τα δεδομένα, το κόμμα της εργατικής τάξης αναλαμβάνει να δείξει το δρόμο του αγώνα και της διεκδίκησης. Σε μια περίοδο που στις συνειδήσεις των λαϊκών μαζών κυριαρχεί η μιζέρια και η υποταγή δείχνει το δρόμο της αντίστασης αρχίζοντας από την οργάνωση των εργαζομένων σε συντεχνίες.
Οι Μορφωτικοί Σύλλογοι δημιουργούνται αρχικά ως οι χώροι που στεγάζουν τις πρωτοεμφανιζόμενες συντεχνίες των εργαζομένων και γενικά τις οργανώσεις του λαϊκού κινήματος. Παράλληλα με την πολιτική τους λειτουργία οι Μορφωτικοί Σύλλογοι εξελίσσονται σε πρωτοπόρους φορείς πολιτισμού για τους κατοίκους της υπαίθρου. Δημιουργούν βιβλιοθήκες, χορευτικά συγκροτήματα, χορωδίες, θεατρικές ομάδες. Το θέατρο κατέχει σημαντική θέση στην πολιτιστική δραστηριότητα των Συλλόγων. Όπως καταγράφει ο σύντροφος Χρίστος Πέτας «για το ανέβασμα κάποιου επιλεγμένου θεατρικού έργου δούλευε ολόκληρη στρατιά νέων. Υποβολείς, μέχρι τραγουδιστές, λαϊκοί οργανοπαίχτες ακόμη και μικρά παιδιά, που συνήθως απάγγελαν επί σκηνής πριν την παράσταση ή στο διάλειμμα και τραγουδούσαν πατριωτικά τραγούδια...». Οι Σύλλογοι έγιναν φορείς που ενέπνευσαν τους Κυπρίους και αγκαλιάστηκαν με μεγάλο ενθουσιασμό. Ο σύντροφος Γρηγόρης Σπύρου στο βιβλίο του «Μνήμες ζωής ενός ΑΚΕΛιστή» αναφέρει χαρακτηριστικά τα εξής: «συγκεντρώναμε από τα σπίτια μας τραπέζια, σεντόνια, κουβέρτες και άλλα χρειώδη για να στήσουμε σκηνή και παρασκήνια. Τριγυρνούσαμε στα σπίτια και δανειζόμασταν καρέκλες για τους θεατές... Πριν από την έναρξη της παράστασης επιλέγαμε κάποιον με καλή φωνή, τραγουδιστή και εμπλουτίζαμε την παράσταση με τραγούδια κυπριακά και απαγγελίες».
Μέσα από τους Μορφωτικούς Συλλόγους τους λαϊκού κινήματος αναβίωσε ένας αξιόλογος λαϊκός πολιτισμός. Οι Σύλλογοι έδωσαν βήμα έκφρασης και συνέβαλαν στην εξέλιξη της κυπριακής μουσικής, ποίησης, λογοτεχνίας και χορού. «Η χορωδία της ΠΕΟ Λευκωσίας λειτουργούσε σαν η ανώτατη σχολή τραγουδιού για το κίνημα μας. Εργάτες και εργάτριες συμμετείχαν αθρόα στη χορωδία» (επίσης από το βιβλίο του Χρ. Πέτα). Λαϊκοί αγωνιστές και καλλιτέχνες όπως οι Τεύκρος Ανθίας, Παύλος Λιασίδης, Κωστής Κωστέας, Καλλιόπη Σπύρου και αργότερα πολλοί άλλοι, συνέβαλλαν με θεατρικά κείμενα, ποιητικές συλλογές, μουσικές συνθέσεις κ.α στην διοργάνωση των πολιτιστικών εκδηλώσεων του λαϊκού κινήματος. Ο πολιτισμός που προέβαλλαν οι Μορφωτικοί Σύλλογοι μέσα από τη δράση τους ήταν γέννημα του λαού της Κύπρου. Διέφερε από τον αποικειοκρατικά εισαγώμενο δυτικό πολιτισμό που προσπάθησε να ασπαστεί κατ’ αποκλειστικότητα η αστική ελίτ του τόπου. Ήταν ο πολιτισμός που γεννιόταν από της ανάγκες του λαού μας, απευθυνόταν άμεσα σ’ αυτόν και ανύψωνε το μορφωτικό του επίπεδο. Ήταν ο πολιτισμός των ανθρώπων του τόπου μας που συνέβαλλε στη μόρφωση και συνειδητοποίηση των λαϊκών μαζών και δημιουργούσε με τη θεματολογία του ενθουσιασμό και επαναστατική διάθεση.
Σήμερα ο κυπριακός λαός βιώνει μια «σύγχρονη» μορφή αποικιοκρατίας που εκφράζεται μέσα από τις πολιτικές της Ε.Ε. Η σημερινή κατάσταση των εργαζομένων αποτελεί μια επιστροφή στις εργασιακές συνθήκες περασμένων δεκαετιών. Στις αρχές του 20ου αιώνα -σε μια αντίστοιχα δύσκολη περίοδο για την Κύπρο- οι Μορφωτικοί Σύλλογοι μέσα από τη δράση τους κατάφεραν να ενθουσιάσουν το λαό και να τον συστρατεύσουν στον αγώνα για τη διεκδίκηση καλύτερων συνθηκών διαβίωσης και εργασίας. Οι σημερινές συνθήκες, παρ’ ότι αντίστοιχα δύσκολες, είναι γεγονός ότι διαφέρουν σε πολλά από εκείνες των αρχών του 20ου αιώνα. Σήμερα η μεγάλη μάζα του κόσμου ζει στις πόλεις, «μορφώνεται» από τα διαδικτυακά μέσα ενημέρωσης και την τηλεόραση, και ψυχαγωγείται με αστικού τύπου θεάματα. Παρ’ όλα αυτά, η ιστορία και η εμπειρία του Κινήματος των Μορφωτικών Συλλόγων μπορεί και πρέπει να αποτελέσει στήριγμα στο σημερινό κόσμο και να συμβάλει ξανά στην συστράτευση του Κυπριακού λαού στον αγώνα για αντίσταση και διεκδίκηση.
Αναστασία Χάσικου
Μέλος ΚΣ ΕΔΟΝ
Υπεύθυνη Κεντρικού Πολιτιστικού Γραφείου
Δάκρυα:
Μέσα από τους Μορφωτικούς Συλλόγους τους λαϊκού κινήματος αναβίωσε ένας αξιόλογος λαϊκός πολιτισμός. Οι Σύλλογοι έδωσαν βήμα έκφρασης και συνέβαλαν στην εξέλιξη της κυπριακής μουσικής, ποίησης, λογοτεχνίας και χορού.
Λαϊκοί αγωνιστές και καλλιτέχνες όπως οι Τεύκρος Ανθίας, Παύλος Λιασίδης, Κωστής Κωστέας, Καλλιόπη Σπύρου και αργότερα πολλοί άλλοι, συνέβαλλαν με θεατρικά κείμενα, ποιητικές συλλογές, μουσικές συνθέσεις κ.α στη διοργάνωση των πολιτιστικών εκδηλώσεων του Λαϊκού Κινήματος. Ο πολιτισμός που προέβαλλαν οι Μορφωτικοί Σύλλογοι μέσα από τη δράση τους ήταν γέννημα του λαού της Κύπρου.