«Κάνε ό,τι θες αρκεί να είναι πολύ», έλεγε χαρακτηριστικά η Μελίνα Μερκούρη. Γεννηθείσα στην Αθήνα στις 18 Οκτωβρίου 1920, από οικογένεια πολιτικών, η Μελίνα Μερκούρη ταύτισε το όνομά της με τον πολιτισμό και με την ελπίδα. Η Ηθοποιός, η πολιτικός, η υπέρμαχος της Δημοκρατίας, η αγωνίστρια στον αντιδικτατορικό αγώνα με τον δικό της τρόπο, αποτελούν μόνο μερικά από τα χαρακτηριστικά που δύναται κανείς να αποδώσει στη Μελίνα, στη «Μελίνα των Ελλήνων».
Το θέατρο υπήρξε παιδιόθεν το πάθος της και η μεγάλη της αγάπη. Είχε ειπωθεί χαρακτηριστικά πως έκανε πρόβες ώρες πολλές σε μικρή ηλικία μπροστά τον καθρέφτη της. Το 1944, αποφοιτά από τη Δραματική Σχολή, οπότε και εντάσσεται στο δυναμικό του Εθνικού Θεάτρου, κάτι που αποτέλεσε εφαλτήριο για την ίδια, ώστε να συνεχίσει δυναμικά τη θεατρική της πορεία, στη διάρκεια της οποίας διένυσε πολλά χιλιόμετρα στο σανίδι. Πρωταγωνίστησε παράλληλα στην ελληνική αλλά και γαλλική θεατρική σκηνή, ούσα η μούσα ενός μεγάλου θεατρικού συγγραφέως, του Μαρσέλ Ασάρ. Εκεί, ανοίγει ουσιαστικά πλέον τους ορίζοντές της, ενώ σε κάποια στιγμή περιόδευσε και στις ΗΠΑ. Σε ό,τι αφορά στον κινηματογράφο, η «γυναίκα-φλόγα» όπως έσπευσαν να την αποκαλέσουν, άφησε το δικό της στίγμα. Με έργο του Ιάκωβου Καμπανέλλη, που γράφτηκε ειδικά γι’αυτήν, με το όνομα «Στέλλα με τα κόκκινα γάντια», καθιερώνεται κινηματογραφικά. Η ταινία «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται», γυρισμένη το 1956 και βασισμένη στο μυθιστόρημα του Καζαντζάκη, αποτελεί απότοκο της συνεργασίας της Μελίνας με τον μεγάλο της έρωτα, Ζιλ Ντασσέν, με τον οποίο γνωρίστηκαν στο Φεστιβάλ των Καννών. Το ζευγάρι έτσι, την περίοδο 1958-1960, γύρισε την ταινία «Ποτέ την Κυριακή». Πρόκειται για την ταινία που έκανε διάσημη τη Μελίνα σε όλο τον κόσμο χαρίζοντάς της και το βραβείο Α’ γυναικείου ρόλου στο Φεστιβάλ των Καννών. Η ίδια ταινία προτείνεται για 5 Όσκαρ. Αυτό, ήταν μόνο η αρχή, αφού η διεθνής αναγνώριση ήταν πιο έντονη από ποτέ άλλοτε και η καθιέρωση στο ελληνικό θέατρο και κινηματογράφο ήταν πλέον γεγονός. Το 1967, αναχωρεί με προορισμό το Broadway της Νέας Υόρκης, με σκοπό να πρωταγωνιστήσει στο έργο του συζύγου της, Ζιλ Ντασσέν, με το όνομα «Ίλια Ντάρλινγκ».
Τότε ήταν που δέχτηκε ένα τηλεφώνημα από τον Μάνο Χατζιδάκη, με το οποίο ενημερώθηκε για το στρατιωτικό πραξικόπημα που έλαβε χώρα στην Ελλάδα. Ακολουθούν αμέσως οι εξής της δηλώσεις στα ΜΜΕ: «Σας παρακαλώ μην πάτε στη χώρα μου». Τα λόγια της αυτά, θα αποτελέσουν την αιτία της στέρησης της ελληνικής της ιθαγένειας μέσω του Παττακού. Παρόλα αυτά, η ίδια μετά το συγκεκριμένο γεγονός, θα απαντήσει: «Γεννήθηκα Ελληνίδα και θα πεθάνω Ελληνίδα. Ο Παττακός γεννήθηκε φασίστας και θα πεθάνει φασίστας». Θα σταθεί απέναντι στο δικτατορικό καθεστώς, θα αποτελέσει ένα ανάχωμα ενάντια στη Χούντα. Με την επιμονή και το πείσμα της θα παλέψει με τον δικό της τρόπο ενάντια στο κατεστημένο μέσω συνεντεύξεων, συναυλιών, ηχογραφήσεων, απεργιών πείνας, πολιτικών εκδηλώσεων και λοιπών άλλων. Όπως ήταν άλλωστε αναμενόμενο, η Χούντα αντέδρασε προβαίνοντας σε κάποιες από τις συνήθεις γι’ αυτήν τακτικές. Απαγόρευσε στην Ελλάδα τα τραγούδια της και δέσμευσε την περιουσία της.
Αμέσως μετά την πτώση της Δικτατορίας, η Μελίνα δεν έχασε καιρό. Ήρθε πίσω στη γενέτειρά της, συνεχίζοντας την πολιτική της δράση με το Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα (ΠΑΣΟΚ), του οποίου και αποτέλεσε ένα από τα ιδρυτικά μέλη. Αξίζει να πούμε όμως ότι παρέμεινε εγκλωβισμένη στην αστική αντίληψη, στη σοσιαλδημοκρατική θεώρηση των πραγμάτων.
Υπήρξε υπουργός Πολιτισμού κατά τη διάρκεια όλων των κυβερνήσεων Παπανδρέου. Από τη θέση της αυτή, μέσα στα πλαίσια που το σύστημα της επέτρεπε, αφού δεν στράφηκε ποτέ εναντίων του, θα καταφέρει να καλλιεργήσει κουλτούρα, θα διαμορφώσει όραμα, θα επαναπροσδιορίσει την αξία του πολιτισμού, θα επισημάνει τη βαρύνουσα του σημασία και θα εργαστεί σκληρά προκειμένου να θέσει εκ νέου τις πολιτισμικές βάσεις της Ελλάδας.
Διακηρύττοντας πως «η βαριά βιομηχανία της χώρας είναι ο πολιτισμός», ξεκίνησε τις διαδικασίες επιστροφής των γλυπτών του Παρθενώνα στην Ελλάδα, τα οποία μέχρι εκείνη τη στιγμή βρίσκονταν στο Βρετανικό Μουσείο. Έθεσε επί τάπητος το ζήτημα αυτό επισήμως για πρώτη φορά στη Διεθνή Διάσκεψη Υπουργών Πολιτισμού της UNESCO το 1982, ως Υπουργός Πολιτισμού και αγωνίστηκε δια βίου για να το καταφέρει. «Πρέπει να καταλάβετε τι σημαίνουν τα Μάρμαρα του Παρθενώνα για μας», έλεγε. «Είναι το καμάρι μας. Είναι οι θυσίες μας. Είναι το υπέρτατο σύμβολο ευγένειας. Είναι φόρος τιμής στη δημοκρατική φιλοσοφία. Είναι η φιλοδοξία και το όνομά μας. Είναι η ουσία της ελληνικότητάς μας. Αν με ρωτήσετε εάν θα ζω όταν τα Μάρμαρα του Παρθενώνα επιστρέψουν στην Ελλάδα, σας λέω πως ναι, θα ζω. Αλλά κι αν ακόμη δεν ζω πια, θα ξαναγεννηθώ». Η αναστήλωση των μνημείων της Ακρόπολης ήταν στο κέντρο της πολιτισμικής της πολιτικής, αφού πίστευε ότι τα μνημεία αυτά «αποτελούν πηγή κύρους για τη χώρα».
Η Μελίνα, υποστήριζε ότι η ανάπτυξη μιας κοινότητας συνυφαίνεται στενά με την πολιτισμική διάστασή της, ότι ο πολιτισμός αποτελεί την πεμπτουσία της ευημερίας της εκάστοτε χώρας, εξισώνοντας πολλές φορές τον πολιτισμό με την οικονομία και την τεχνολογία. Σε αυτήν ακριβώς την αντίληψή της, βρίσκει έρεισμα ο θεσμός των Πολιτιστικών Πρωτευουσών, που υλοποιήθηκε το 1985, με πρώτη Πολιτιστική Πρωτεύουσα την Αθήνα. Ο θεσμός αυτός, συνιστά αναντίρρητα τον κορυφαίο πολιτιστικό θεσμό της ΕΕ.
Αποτελεί κοινό τόπο, ότι η Μελίνα Μερκούρη, πάρα τις αντιθέσεις της, ήταν μια γυναίκα που ανέδειξε την Ελλάδα συμβάλλοντας τα μέγιστα στην εξαγωγή του ελληνικού πολιτισμού. Για τον λόγο αυτό, επάξια θεωρείται μια από τις πλέον σημαντικές γυναίκες που δραστηριοποιήθηκαν στον πολιτισμικό στίβο. Η επιστροφή των Μαρμάρων του Παρθενώνα αλλά και η καθιέρωση του Θεσμού της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας αποτελούν ένα μόνο κομμάτι της πλούσιας παρακαταθήκης της Μελίνας. Αγαπήθηκε από τον ελληνικό λαό όσο λίγοι και κατόρθωσε να διοχετεύσει πολιτισμική κουλτούρα στην καθημερινότητα του Έλληνα. Όλοι την γνώριζαν με το μικρό της. Ήταν μια γυναίκα-σύμβολο, ήταν η Μελίνα.
Δέσποινα Οδυσσέως,
Μέλος ΕΔΟΝ Αθήνας