Η κάθοδος στην Κύπρο του μεγαλύτερου Έλληνα μουσικοσυνθέτη, του Μίκη Θεοδωράκη αποτελούσε πάντα ένα σημαντικό πολιτιστικό και πολιτικό γεγονός, γιατί ο Μίκης εκτός από ένας μεγάλος συνθέτης είναι και ένας μεγάλος αγωνιστής, ένας δοκιμασμένος φίλος της Κύπρου και του αγώνα του λαού μας.
Το γεγονός αυτό γίνεται πιο σημαντικό σήμερα που το κοινό μας κατακλύζεται στη κυριολεξία από διάφορα μουσικά σχήματα, από διάφορα τραγουδιστικά αλλά και θεατρικά αστέρια του ελληνικού χώρου που μας προσφέρουν θέαμα και ακρόαμα χαμηλής ποιότητας χάρη της «πολιτιστικής μας ανύψωσης και διαμόρφωσης».
Στη σημερινή μας λοιπόν εποχή της «συναυλιομανίας» και του εμπαιγμού του κοινού, στη σημερινή εποχή της παραδεχόμενης απ’ όλους κρίσης στο ελληνικό λαϊκό τραγούδι θελήσαμε να έχουμε μια συνομιλία με τον Μίκη Θεοδωράκη, για να ακούσουμε τις δικές του κρίσεις, τις δικές του απόψεις, τις δικές του προτάσεις, τα δικά του σχέδια.
Στη συνομιλία μας αυτή, που έγινε στις πρώτες μέρες το ερχομού του στη Κύπρο συζητήσαμε για πολλά θέματα που απασχολούν τον ελληνικό μουσικό χώρο και μας δόθηκε για μια ακόμα φορά η ευκαιρία να καταλάβουμε ότι ο Μίκης εκτός από ένας μεγάλος συνθέτης και αγωνιστής είναι και ένας πραγματικός καλλιτέχνης, ένας καλλιτέχνης ανθρώπινος, προοδευτικός, λαϊκός…
«N»: Μέσα σε ποιες συνθήκες και για ποιους λόγους αποφασίσατε να ξεκινήσετε την κοινή σας αυτή παρουσία στον χώρο τον συναυλιών με τον Μ. Χατζηδάκη με τον οποίο πολλά σας ενώνουν αλλά και πολλά σας χωρίζουν.
ΑΠ: Οπωσδήποτε είμαι πάντα υποχρεωμένος από την μια μεριά να παίρνω υπόψη μου το τι υπάρχει σήμερα στη χώρα και από την άλλη μεριά τις δικές μου ανάγκες για εξέλιξη.
Στη δεκαετία του ’60 υπήρξε μια ομαλή πορεία, όταν είχαμε κατορθώσει αυτό το παλλαϊκό κίνημα, όπου υπήρχε ένας άμεσος διάλογος με τον λαό και ιδιαίτερα με την νεολαία, και όποτε προχωρούσα και εγώ σε νέες μορφές, σε νέα τραγούδια, χέρι με χέρι με τον λαό. Το πραξικόπημα που ακολούθησε και η δικτατορία μας έφερε ένα κενό επτά ετών.
Μετά την μεταπολίτευση υπήρξε μια πολύ σκληρή ιδεολογική σύγκρουση, ιδιαίτερα τον χώρο της αριστεράς, ανάμεσα στο ΚΚΕ και στο ΠΑΣΟΚ, ανάμεσα του ΚΚΕ και των αναθεωρητών, των αριστερών, των αναρχικών, των εξτρεμιστών.
Τα χρόνια που ακολούθησαν ήτανε αγώνες που απορρόφησαν κατά 100% την επαναστατική, πολιτική, νεολαία. Η χρησιμοποίηση σε αυτόν τον σκληρό ιδεολογικό αγώνα του τραγουδιού, έφεραν σαν αποτέλεσμα το να χάσουμε ίσως μια ολόκληρη γενιά. Μια ολόκληρη γενιά που πήγαινε να ακούσει τα τραγούδια όχι με τα αυτιά αλλά τ’ άκουγε σύμφωνα με την λογική της σχέσης τους. Έτσι χάθηκε ο διάλογος και άλλοτε επικρατούσε ένα ρεύμα ενός Α’ συνθέτη που το προτιμούσε μια Α νεολαία και που το κτυπούσε μια Β νεολαία και άλλοτε ένας Β συνθέτης και ούτε καθ’ εξής. Έτσι δεν υπήρχαν κριτήρια πολιτιστικά, υπήρχαν κριτήρια ιδεολογικά. Σήμερα βέβαια αυτά έχουν περάσει και όλες οι νεολαίες ανακαλύπτουν την ανάγκη μιας καθαρά πολιτιστικής στροφής. Αυτό όμως γίνεται σήμερα με μεγάλη καθυστέρηση δηλ. έχουμε 7 χρόνια δικτατορία και 10 μετά την μεταπολίτευση 17 ολόκληρα χρόνια. Ένα τεράστιο χρονικό διάστημα.
Έτσι σε αυτή την κατάσταση που βρισκόμαστε τώρα, μπορούμε να πούμε ότι οι συναυλίες μας με τον Χατζηδάκη έχουν έναν χαρακτήρα αμυντικό.
Πάμε δηλαδή να περισώσουμε ότι μπορούμε να περισώσουμε. Πάμε να διατηρήσουμε αυτό τον διάλογο με τον κόσμο. Οι συναυλίες που κάναμε όλο το καλοκαίρι στην Ελλάδα μας αναπτέρωσαν τις ελπίδες ότι δεν χάθηκε ο αγώνας μας. Και το λέω αυτό γιατί σε αυτές τις συναυλίες κυριαρχούσε το στοιχείο της νεολαίας. Τα νέα παιδιά που τραγουδούσαν τα τραγούδια μας μας έδωσαν την ελπίδα ότι μπορούμε να βασιστούμε στην νέα γενιά. Γι’ αυτό λοιπόν το λόγο οι δικές μας συναυλίες δεν πρέπει, δεν μπορεί να ταυτίζονται με τις συναυλίες των βιομηχανοποιημένων ειδώλων.
…
«N»: Πως βλέπετε τις συναυλίες σας στην Κύπρο σε σχέση με το γενικότερο πρόβλημα κατακλυσμού συναυλιών από Έλληνες καλλιτέχνες;
ΑΠ: Οι συναυλίες στην Κύπρο δεν προετοιμάστηκαν σωστά και αρκετά και έπεσαν σε μια περίοδο όπου πλέον νομίζω το πρόβλημα των συναυλιών έχει κορεσθεί με τραγουδιστές από την Ελλάδα εδώ στην Κύπρο. Κύρια αιτία γι’ αυτό είναι η πολύ μεγάλη σήμερα ανάπτυξη του εμποριοβιομηχανοποιημένου ελληνικού τραγουδιού που έχει κατακλύσει την ελληνική αγορά και έτσι συγκροτήματα βγαίνουν στον εκτός της Ελλάδας χώρο όπου βρίσκονται Έλληνες (Αυστραλία, Καναδά, ΗΠΑ, Κύπρο). Βέβαια δεν είναι όλα αρνητικά διότι μέσα σε αυτούς υπάρχουν και άξιοι καλλιτέχνες εκπρόσωποι του Ελληνικού τραγουδιού και δεν μπορούμε με μια μόνο μονοκοντυλιά να τα διαγράψουμε όλα. Ωστόσο είναι φυσικό μέσα στη τεράστια ανάπτυξη να μπερδευτούν πολλά πράγματα όπως κατ’ αρχήν τα είδη μουσικής, η ποιότητα, η ουσία. Για αυτόν τον λόγο παρουσιάζεται και το σημερινό απαράδεκτο φαινόμενο. Γιατί θα έπρεπε κανονικά όταν άνθρωποι σαν κι εμάς έρχονται στην Κύπρο αυτό να αποτελούσε τεράστιο πολιτιστικό γεγονός. Διότι χωρίς να περιαυτολογούμε ξέρουμε πολύ καλά ότι εμείς οι δύο δημιουργήσαμε όλο αυτό το έντεχνο λαϊκό τραγούδι και διαπλάσαμε 2-3 γενιές νέων. Και το ότι γίνεται και μπαίνουμε κι εμείς στην ίδια σειρά όπως οι άλλοι γίνεται λόγω αυτής της αναρχίας που επικρατεί στο θέμα των συναυλιών, γίνεται διότι υπάρχει μια γενικότερη κρίση στα μουσικά πράγματα.
«N»: Μιλήσατε προηγούμενα για ένα μπέρδεμα στα είδη μουσικής. Θα θέλατε να μας καθορίσετε τη διαφορά ανάμεσα στο ελαφρύ και το λαϊκό τραγούδι;
ΑΠ: Το ελαφρύ λαϊκό τραγούδι μας βοηθάει να ξεχάσουμε ενώ το λαϊκό μας βοηθάει να θυμηθούμε. Είναι γεγονός ότι μπορεί και τα δύο να είναι απαραίτητα διότι ο άνθρωπος θέλει να θυμάται και να ξεχνάει. Αλλά ωστόσο είναι δύο διαφορετικά πράγματα. Ψυχαγωγία από την πνευματική άποψη και ψυχική ανάσταση που πρέπει να είναι, δίνει μόνο το λαϊκό τραγούδι. Το λαϊκό τραγούδι και το έντεχνο λαϊκό τραγούδι που οι ρίζες τους πηγάζουν από την ελληνική παράδοση, την ελληνική κοινωνική παράδοσης και τους αγώνες του ελληνικού λαού.
…
«N»: Ποιο μήνυμα θέλετε να μεταφέρουμε μέσω της εφημερίδας μας στην ΕΔΟνίτικη και γενικά την Κυπριακή νεολαία;
ΑΠ: Θα ήθελα κατά αρχή να στείλω να στείλω θερμό, αγωνιστικό μήνυμα στην ΕΔΟΝίτικη νεολαία που επικεφαλής της δημοκρατικής νεολαίας της Κύπρου αγωνίζεται πλάι στις προοδευτικές δυνάμεις του τόπου με επικεφαλής το ΑΚΕΛ για μια δίκαιη λύση του Κυπριακού προβλήματος. Με την ευκαιρία αυτή θα ήθελα επίσης να συγχαρώ και να συμφωνήσουμε με τη γενναία και αποφασιστική στάση που τήρησε το ΑΚΕΛ στο θέμα της αποδοχής της νέας πρωτοβουλίας του Γ.Γ του ΟΗΕ κ. Κουεγιάρ.