Αρχιτεκτονική και Ιδεολογία: Εθνικισμός και Μοντερνισμός στην Κύπρο

Η ίδια η ιστορία της Κύπρου μαρτυρεί τις πολυάριθμες πολιτισμικές επιδράσεις που είχαν η πληθώρα των κατακτητών και άλλων εποίκων της στο σύνολο της πολιτισμικής παραγωγής της. Παρομοίως, και η αρχιτεκτονική της υπήρξε ένα πολυεπίπεδο μωσαϊκό πολλών αρχιτεκτονικών ιστοριών που αποτελούν και μαρτυρίες της πολυτάραχης ιστορίας της, όπως σημειώνεται και από άλλες προσπάθειες να χαρτογραφηθεί μια τέτοιου είδους πολιτισμική ιστορία[1]. Κατακτημένη από Φοίνικες, Ασσύριους, Αιγύπτιους, Πέρσες, Οθωμανούς, μπορεί να εντοπίσει κανείς στο νησί Ελληνιστικά, Ρωμαϊκά, Βυζαντινά, Γοτθικά, Ενετικά και Φράγκικα αρχιτεκτονήματα και κατάλοιπα, πολλά εκ των οποίων έχουν γίνει πλέον μέρος της Παγκόσμιας Κληρονομιάς UNESCO. Το τελευταίο αυταπόδεικτα επικυρώνει ότι όλες οι «έξωθεν» επιδράσεις στο σύνολο της πολιτισμικής παραγωγής και κληρονομιάς -γλώσσα, τέχνες, ήθη έθιμα, και επιστήμες- είναι ταυτόχρονα ακέραιο μέρος της ίδιας της Κυπριακής ιστορίας και κληρονομίας, αλλά και της παγκόσμιας, αφού αφηγείται και εμπεριέχει ιστορίες και άλλων πολιτισμών που έφτασαν στο νησί.

Παρόλα αυτά, εξαιρουμένων μερικών περιπτώσεων, η πιο πρόσφατη αρχιτεκτονική ιστορία της μοντέρνας αρχιτεκτονικής της Κύπρου είναι ένας τομέας που δεν έχει μελετηθεί στον ίδιο βαθμό με την «αρχαία», ενώ είναι συνυφασμένη με πολύ σημαντικές πρόσφατες ιστορικές διαδικασίες, την αποικιοκρατία, την αποαποικιοποίηση, τη διαδικασία οικοδόμησης νέου κράτους, τον κοινωνικοπολιτικό εκμοντερνισμό και θέματα πολιτικής και εθνικής ταυτότητας. Εξετάζοντας σύντομα κάποια παραδείγματα από την πρόσφατη ιστορία της Κύπρου βλέπουμε ότι το αρχιτεκτονικό τοπίο της είναι φορτισμένο με ιδεολογικές αντιλήψεις, από τον πρόδηλο εθνικισμό του Αρχαιολογικού Μουσείου κατά την αποικιοκρατία, μέχρι ακόμα και εκφράσεις του «Διεθνούς Στυλ» του μοντερνισμού[2] μετά την ανεξαρτησία που θα ξεπερνούσε τέτοιου είδους αγκυλώσεις.  

Αυτό που ένωνε τους μοντερνιστές αρχιτέκτονες όπως ο Le Corbusier και ο Frank Lloyd Wright, είναι ότι αντιτίθενται στους μέχρι τότε τρόπους σχεδιασμού και οικοδόμησης κτιρίων αφού οι νέες τεχνολογίες τους καθιστούσαν παρωχημένους και ξεπερασμένους (Scott 1998). Ακολουθώντας την αισθητική της μηχανής, οι μοντερνιστές απέρριπταν κάθε είδους διακόσμηση στο σχεδιασμό και επικεντρώνονταν στην υλικότητα των κτιρίων και στις καθαρές γεωμετρικές μορφές[3]. Έτσι εναντιώνονται σε αισθητικές όπως αυτή του νεοκλασικισμού του οποίου ο μνημειακός χαρακτήρας και οι αναφορές στο «ένδοξο» Ευρωπαϊκό παρελθόν που είχαν καταχραστεί ιδεολογικά μέχρι τότε.

Αντιπροσωπευτικό παράδειγμα είναι η περίοδος κατά την διαδικασία εγκαθίδρυσης της Βρετανικής δύναμης όταν άρχισε και η οικοδόμηση πολλών θεσμικών, εκπαιδευτικών αλλά και άλλων κτιρίων που θα είχαν λειτουργικούς σκοπούς μεν αλλά και συμβολικούς σκοπούς δε, όπως και το Αρχαιολογικό Μουσείο (εικ. 1). Το Μουσείο αποτελεί ένα από τα πρώτα έργα των Άγγλων αποικιοκρατών με σκοπό να γίνει ο κύριος χώρος στον οποίο θα εκθέτονταν αριθμός αρχαιολογικών ευρημάτων. Ο Βρετανός αρχιτέκτονας του Τμήματος Δημοσιών Έργων και «Γενικός Επιμελητής Αρχαίων Μνημείων» George Jeffery σχεδίασε το μουσείο ως μια σειρά εκθεσιακών χώρων γκαλερί οργανωμένες γύρω από μια κεντρική εσωτερική αυλή. Οι γκαλερί θεωρήθηκαν  συμβολικά  και  μεταφορικά,  ως «δοχεία» ιστορίας, παρατεταγμένα σε μια γραμμική αλληλουχία, ενδεχομένως για να παράσχουν μια αίσθηση συνέχειας στην κατά τ’ άλλα κατακερματισμένη πολιτιστική ιστορία της Κύπρου. Μια άλλη συμβολική κίνηση των Άγγλων ήταν ο σχεδιασμός και η αποστολή ενός προπυλαίου από Πεντελικό μάρμαρο το οποίο κόπηκε σε κομμάτια και στάλθηκε από την Αθήνα στη Λευκωσία όπου και συναρμολογήθηκε επιτόπου και προσκολλήθηκε κυριολεκτικά, στην είσοδο του κτιρίου. Αφενός ο νεοκλασικός ρυθμός του προπυλαίου και αφετέρου το γεγονός ότι πραγματικά είχε καταγωγή ελληνική, καθιστούσε την αποικιοκρατική δύναμη ως φορέα του δυτικού πολιτισμού αλλά και  συντηρητή  της κλασσικής πολιτιστικής ταυτότητας του ίδιου του νησιού.

Μετά την ανεξαρτησία το 1960 οι νέες πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες παρήγαν ένα διαφορετικό γενικό πλαίσιο αρχιτεκτονικής παραγωγής, αυτό που θα ικανοποιούσε τις τοπικές φιλοδοξίες για από-αποικιοποίηση και οικονομική ανάπτυξη. Οι τοπικές ελίτ ενδυναμώθηκαν και διαδραμάτιζαν σημαντικό πολιτικό και κοινωνικό ρόλο κατά την μετααποικιακή περίοδο. Κατά αυτήν την περίοδο δραστηριοποιείται έντονα ο Τουρκοκύπριος και πλέον γνωστός αρχιτέκτονας Ahmet Vural Bahaeddin, ο οποίος ήταν χρήστης ενός μοντερνιστικού λεξιλογίου το οποίο εφάρμοσε στο Τουρκικό Λύκειο Λευκωσίας (1962), στο σύμπλεγμα κατοικιών Efruz (1962-76) στη Λευκωσία, στην οικία του Τουρκοκύπριου δικηγόρου Suleyman Onan (1961-63), του Ferdi Macit (1961) (εικ. 1).

Ο  Τουρκοκύπριος αρχιτέκτονας σχεδίαζε κυρίως ιδιωτικές κατοικίες για την ελίτ και ο σχεδιασμός, τα υλικά ακόμη και τα έπιπλα επιχειρούσαν να εισάγουν μια πιο κοσμοπολίτικη νότα στην οικιακή ζωή που συνδύαζε τη μοντερνιστική αισθητική με στοιχεία από την ευρύτερη Μεσόγειο. Κινούμενος προς την ίδια κατεύθυνση, η δουλειά του Νεοπτόλεμου Μιχαηλίδη έχει κάποιες ενδιαφέρουσες ομοιότητες και διαφορές. Το έργο του στις ιδιωτικές κατοικίες έχει πελατολόγιο από αντίστοιχα υψηλές οικονομικές τάξεις και κρίνεται ως έκδηλα μοντερνιστικό έχοντας ταυτοχρόνως σαφείς τοπικές αναφορές, τόσο στην τυπολογία όσο και στους μεταβατικούς χώρους που εισήγαγε. Στη δουλειά του Μιχαηλίδη εντοπίζεται μια δημιουργική ανταπόκριση στις τοπικές κλιματικές ιδιαιτερότητες της Κύπρου. Μαζί με άλλους αρχιτέκτονες όπως ο Ζεμπύλας και Κυθρεώτης, τους αδελφούς Φιλίππου και άλλους, ο Μιχαηλίδης χρησιμοποιεί εκτεταμένα το ανεπίχριστο σκυρόδεμα στις κατασκευές του όπως και στο σπίτι του ιδίου το 1965 (εικ. 1) αλλά και σε μεγαλύτερα έργα όπως στην πολυκατοικία Αλέξανδρος Δημητρίου (1963-65) και στο Grecian Park (1965) στη Λευκωσία και στην Αμμόχωστο.

Μετά την ανεξαρτησία της Κύπρου παραδείγματα αρχιτεκτονικής σαν τα πιο πάνω κατέδειξαν ότι ο εκσυγχρονισμός του κράτους μετά την αποικιοκρατία δεν μπορούσε να επέλθει χωρίς τη μετάβαση σε ένα αρχιτεκτονικό στυλ που θα ήταν μοντέρνο -με όλες τις σημασίες της λέξης, εννοώντας είτε σύγχρονο είτε αισθητικά συγγενές με τον μοντερνισμό- και θα σηματοδοτούσε μια νέα αρχή και έναν νέο χαρακτήρα. Η Κύπρος όμως πάλι βρέθηκε υπό σημαντικές αλλαγές όταν το 1974 μετά από το πραξικόπημα και την επερχόμενη εισβολή από την Τουρκία, οδηγήθηκε στη βίαια διχοτόμηση του νησιού και το διαχωρισμό των λαών της με βάση των τεχνητών διαχωριστικών τους. Το δομημένο περιβάλλον της Κύπρου αποτελεί μαρτυρία των ανοιχτών της πληγών με προσφυγικούς καταυλισμούς, στρατιωτικές νεκρές ζώνες που μοιράζουν την καρδιά της πρωτεύουσας και ολόκληρο το νησί. Ακόμα και εάν τα μεγαλεπήβολα αρχιτεκτονικά σχέδια των πρόσφατων χρόνων όπως η Πλατεία Ελευθερίας της Zaha Hadid, ή η βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου Κύπρου του Jean Nouvel προσδοκούν σε ένα καλύτερο μέλλον, τα οδοφράγματα και άλλες πληγές στο φυσικό περιβάλλον αποτελούν συνεχή υπενθύμιση ενός ανεπίλυτου πολιτικού προβλήματος που συνεχίζει να διαμορφώνει την πολιτική, οικονομική, κοινωνική αλλά και πολιτισμική κατάσταση της Κύπρου.

 

Σταυρούλα Μιχαήλ

Υποψήφια διδάκτορας του Τμήματος Αρχιτεκτονικής Πανεπιστήμιο Κύπρου

 

[1] Δες: Pyla, P., και P. Phocaides. 2009. «Architecture and Modernity in Cyprus» EAHN (Newsletter of the European Architectural Historians Network) 36-49. Pyla, P., και Petros Phocaides. 2011. «Ambivalent politics and modernist debates in postcolonial Cyprus». The Journal of Architecture 885-913.

[2] Μοντερνισμός στην αρχιτεκτονική ορίζεται συνήθως ως η περίοδος που ξεκινά από τις αρχές του 20ου αιώνα μέχρι και τη δεκαετία του 1960, του οποίου όμως οι επιρροές είναι εμφανή μέχρι και σήμερα. Συνδέεται συχνά με τον όρο νεωτερικότητα που χρησιμοποιείται κυρίως στις ανθρωπιστικές επιστήμες, και σηματοδοτεί μια χρονική περίοδο όπου ραγδαίες εξελίξεις στην τεχνολογία και στην επιστήμη οδηγούν στην αμφισβήτηση των προηγούμενων επικρατέστερων ιδεολογιών και ιδεών περί θρησκείας, εξουσίας, ελευθερίας, αισθητικής και στις επιπτώσεις αυτών των αντιλήψεων στην υπαρξιακή εμπειρία των ανθρώπων, στον ανθρώπινο πολιτισμό, θεσμούς και πολιτική. Ο David Harvey εξηγεί ότι μοντερνισμός είναι η αισθητική (στις τέχνες και την αρχιτεκτονική) ανταπόκριση στις συνθήκες της νεωτερικότητας, οι οποίες διαμορφώθηκαν από μία συγκεκριμένη διαδικασία εκσυγχρονισμού (Harvey 1989).  Μερικές από τις πιο εξέχουσες μορφές του μοντερνισμού αναφέρονται ενδεικτικά όπως ο Le Corbusier, Alvar Aalto, Oscar Niemeyer, Ludwig Mies van de Rohe, Walter Gropius, Frank Lloyd Wright, οι οποίοι θεωρούνται πρωτοπόροι στην αρχιτεκτονική και διδάσκονται σ’ όλες τις σχολές αρχιτεκτονικής μέχρι σήμερα.

 

[3] Ενδεικτικά, αυτή η αισθητική συνοψίζεται στην πολύ γνωστή πλέον φράση «Less is more» του Ludwig Mies van de Rohe.  Σημαντικό είναι να αναφερθεί ότι η έμφαση στη λειτουργικότητα, την αποδοτικότητα και στην καθαρότητα της μορφής χωρίς τη χρήση διακοσμητικών πλαστικών στοιχείων που χαρακτήριζε τον μοντερνισμό είχαν και μια κοινωνικοπολιτική διάσταση και σκοπό.

© 2024 EDON. All Rights Reserved.