Διερευνώντας την εμπειρία της μετανάστευσης στην Κύπρο μέσα από τις πτυχές της γλώσσας και της κοινωνίας

     Είναι ευρέως γνωστό ότι,  η μετανάστευση είναι ένα διαχρονικό κοινωνικό φαινόμενο που συμβαίνει  ανά το  παγκόσμιο από τις απαρχές της ανθρωπότητας.  Όπως και σε πολλές χώρες της Ευρώπης, έτσι και στην Κύπρο, οι αυξανόμενες  μεταναστευτικές ροές  επέφεραν αισθητές κοινωνικές και δημογραφικές μεταβολές που οδήγησαν στην ύπαρξη πολιτισμικής ετερότητας και γλωσσικής πολυμορφίας. Συνεπώς, η παρουσία δίγλωσσων/πολύγλωσσων ατόμων σε μια κοινωνία, συχνά απορρέει από την εμπειρία της μετανάστευσης και την διαδικασία της διαπολιτισμικής επαφής κατά την οποία αυτά τα άτομα καλούνται να προσαρμοστούν μέσα σε διαφορετικά κοινωνικά και γλωσσικά πλαίσια. Ωστόσο, η διαδικασία προσαρμογής και ένταξης που καλούνται να ακολουθήσουν  οι μετανάστες, είναι ένα πολύπλευρο και πολυδιάστατο ζήτημα καθώς εξαρτάται από πολλούς παράγοντες που αφορούν τις συνθήκες διαμόρφωσης της ταυτότητας, την εκμάθηση μιας διαφορετικής γλώσσας, τα πρότυπα σχέσεων εξουσίας,  τις στάσεις και τις αντιλήψεις της κυρίαρχης ομάδας και τα κοινωνικά δρώμενα.

Πρόσφατες έρευνες, που πραγματοποιήθηκαν στο Κυπριακό συγκείμενο, είχαν ως στόχο να μελετήσουν τις εμπειρίες μεταναστών από την Ινδία που έχουν έρθει στην Κύπρο τα τελευταία χρόνια είτε για πολιτικούς είτε για οικονομικούς λόγους, διερευνώντας τις πτυχές της γλώσσας, της κοινωνίας και της ταυτότητας ως διαστάσεις της διαπολιτισμικής επαφής που επηρεάζουν την ποιότητα και το επίπεδο προσαρμογής των μεταναστών στη χώρα υποδοχής. Στα πλαίσια των ερευνών αυτών, η συλλογή  πληροφοριών για τον εντοπισμό κοινωνικών συμπεριφορών, στάσεων, αντιλήψεων και συναισθημάτων των συμμετεχόντων, μέσα από την εμπειρία  μετανάστευσης τους στην Κύπρο, πραγματοποιήθηκε μέσα από συνεντεύξεις  όπου η ανάλυση τους οδήγησε στην εξαγωγή αντίστοιχων συμπερασμάτων.

    Μελετώντας την πτυχή της κοινωνίας, μέσα από την εμπειρία μετανάστευσης των συμμετεχόντων, διαπιστώθηκε ότι η διαδικασία κοινωνικής προσαρμογής τους επηρεάστηκε σημαντικά από τις προκλήσεις που προκύπτουν από τις στάσεις της  κοινωνίας υποδοχής απέναντί τους, αλλά και από την παρουσία πολιτισμικών διαφορών. Συγκεκριμένα, όλοι οι συμμετέχοντες αντιμετώπισαν δυσκολία στην διαδικασία κοινωνικοποίησης τους και οικοδόμησης διαπροσωπικών σχέσεων με άλλα μέλη της ντόπιας κοινότητας, καθώς δέχθηκαν ρατσιστικές συμπεριφορές που αφορούσαν κυρίως τη φυλή και τη γλώσσα τους. Επομένως, οι στάσεις της Κυπριακής κοινωνίας προς τους μετανάστες δείχνουν ότι οι σχέσεις αλληλεπίδρασης μεταξύ της μεταναστευτικής και ντόπιας ομάδας μπορούν να κατηγοριοποιηθούν στο είδος των «εξουσιαστικών σχέσεων». Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τον Cummins (1999), στο πλαίσιο των «εξουσιαστικών σχέσεων» η «κυρίαρχη» ομάδα προσδιορίζει τον εαυτό της ως ανώτερο κατηγοριοποιώντας την μειονοτική ομάδα ως κατώτερη,  με αποτέλεσμα  αυτή η διαδικασία προσδιορισμού να  «καταλήγει σχεδόν αναπόφευκτα σ’ έναν τύπο σχέσεων αλληλεπίδρασης που θέτει περιορισμούς, ψυχολογικούς ή σωματικούς, στις ομάδες αυτές ή τα άτομα» (σ. 57-58).

     Όσον αφορά τις πολιτισμικές διαφορές, διαπιστώθηκε ότι και οι δύο μεταναστευτικές ομάδες που συμμετείχαν στις έρευνες  επηρεάστηκαν άμεσα από τις διαφορές της κουλτούρας και των πολιτισμικών συνήθειων της κοινωνίας υποδοχής, καθώς μετέβαλαν ή  αναδιαμόρφωσαν τις δικές τους συνήθειες και την νοοτροπία τους για να επιτύχουν την κοινωνική προσαρμογή τους στο νέο πολιτισμικό περιβάλλον. Με άλλα λόγια, τόσο οι συμμετέχοντες όσο και τα παιδιά τους εγκατέλειψαν την πολιτισμική ταυτότητα της χώρας προέλευσης τους, αφομοιώνοντας τα πολιτισμικά αλλά και γλωσσικά χαρακτηριστικά της Κυπριακής κοινωνίας καθοδηγούμενοι από τους περιορισμούς και τις επιταγές που προέκυψαν.

       Ακολούθως, μελετώντας την πτυχή της γλώσσας διαπιστώθηκε ότι η διαδικασία εκμάθησης μιας δεύτερης γλώσσας από τους συμμετέχοντες επηρεάστηκε καθοριστικά τόσο από τους τρόπους εκμάθησης της  δεύτερης γλώσσας όσο και από τις στάσεις της κοινωνίας υποδοχής προς τη γλωσσική ετερότητα. Οι έρευνες αυτές, έδειξαν ότι οι αντιλήψεις και οι στάσεις της κοινωνίας υποδοχής προς τη γλωσσική πολυμορφία/ετερότητα αποτελούν σημαντικό παράγοντα για την επιτυχή ή ανεπιτυχή κοινωνικοποίηση και γλωσσική ανάπτυξη των μεταναστών.  Συγκεκριμένα, οι συμμετέχοντες αναφέρουν ότι έτυχαν αρνητικής αντιμετώπισης από τα μέλη της κοινωνίας υποδοχής για τις γλωσσικές επιλογές τους, καθώς οι ντόπιοι μέσα από τις επικοινωνιακές δραστηριότητες με τους μετανάστες ασκούσαν πιέσεις για ορθότητα στη χρήση της κυρίαρχης γλώσσας. Επομένως, φαίνεται ότι η Κυπριακή κοινωνία  θεωρεί τη γλωσσική ετερότητα/πολυμορφία ως πρόβλημα και επιδιώκει την διατήρηση της μονογλωσσίας θέτοντας ως κριτήριο αξιολόγησης των μεταναστών τη γλωσσική επάρκεια τους στην κυρίαρχη γλώσσα.

    Συγκεφαλαιώνοντας, μέσα από τα αποτελέσματα των δύο ερευνών συμπεραίνεται ότι η διαδικασία γλωσσικής και κοινωνικό-πολιτισμικής ένταξης των μεταναστών σε ένα διαφορετικό περιβάλλον είναι μια πολυσύνθετη διαδικασία που εξαρτάται και επηρεάζεται σε τεράστιο βαθμό από τις στάσεις και τις αντιλήψεις τόσο των ίδιων όσο και της κοινωνίας υποδοχής. Με άλλα λόγια, το είδος των σχέσεων αλληλεπίδρασης μεταξύ της γηγενούς ομάδας και των μεταναστών καθορίζει τις συνθήκες και τους τρόπους εκμάθησης της δεύτερης γλώσσας αλλά και την επιτυχή κοινωνικοποίηση των μεταναστών. Το γεγονός ότι οι συμμετέχοντες αντιμετώπισαν σοβαρές δυσκολίες εκμάθησης της Ελληνικής γλώσσας αλλά και κοινωνικοποίησης,  φανερώνει στοιχεία που μπορούν να δείξουν τον αφομοιωτικό χαρακτήρα της Κυπριακής κοινωνίας, καθώς ο στόχος της φαίνεται να είναι η γλωσσική και η κοινωνικό-πολιτισμική αφομοίωση της μειονοτικής ομάδας από την πλειονοτική ομάδα.

Παντελίτσα Χρίστου

Μεταπτυχιακή Φοιτήτρια. Γλωσσολογία/Διδακτική της Γλώσσας

© 2024 EDON. All Rights Reserved.