Η οργανωμένη πίστη, ήτοι η εκκλησία, είναι ένα κοινωνικό φαινόμενο σχεδόν τόσο παλιό όσο η ιστορία της ανθρωπότητας. Από την προϊστορική περίοδο, όταν ο άνθρωπος κατέβηκε από τα δέντρα και ξεκίνησε να δημιουργεί τις πρώτες κοινωνίες, η πίστη είχε ήδη ευδιάκριτο ρόλο ανάμεσα στα μέλη της φυλής. Μπορεί εκείνη την περίοδο η πίστη να είχε τόσο διαφορετικό περιεχόμενο από αυτό που έχει σήμερα, ώστε να μας φαίνεται έως και ξεκαρδιστικό το τι θεωρούσε «ανώτερη δύναμη» ο άνθρωπος της εποχής, δεν παύει όμως να αποτελεί τον πρόδρομο της εκκλησίας όπως την ξέρουμε. Της εκκλησίας με τους ναούς και τα ιερά της, τις γιορτές και τις νηστείες της και φυσικά με τον κλήρο και τις επιχειρήσεις της!
Εξάλλου όσο αστείο μας φαίνεται πως κάποτε οι πρόγονοι μας θεωρούσαν τη γη κέντρο του σύμπαντος και δόξαζαν ένα γενειοφόρο teddy boy που έσπερνε αδιακρίτως απογόνους σε θεές, θνητές και γίδες, άλλο τόσο τραγελαφικό θα φαίνεται στον μελλοντικό μας απόγονο πως ο άνθρωπος του 21ου αιώνα βαφτίζεται, νηστεύει και εξομολογείται. Κοντολογίς, κοινωνικά φαινόμενα που μοιάζουν τελείως διαφορετικά και άσχετα μεταξύ τους, αν τα αναλύσουμε ως τον πυρήνα τους, βρίσκουμε πως σε διαφορετικές φάσεις της ιστορίας υπηρετούν τον ίδιο σκοπό, έστω και με διαφορετική προσέγγιση.
Εν πάση περιπτώσει, σκοπός του άρθρου δεν είναι ούτε να προσβάλει ούτε να περιφρονήσει την πίστη οποιουδήποτε και πόσο μάλλον το δικαίωμα του καθενός να πιστεύει ότι θέλει. Αντίθετα, ο σεβασμός στη θρησκευτική ελευθερία είναι ιστορικά συνδεδεμένος με τους λαϊκούς αγώνες και όσον αφορά την σύγχρονη Ευρωπαϊκή ιστορία με τους αγώνες της Αριστεράς. Είναι γεγονός βέβαια πως η ίδια η θρησκεία δυσκολεύεται εξ ορισμού να συνυπάρξει με έννοιες όπως η διαφορετικότητα, το δικαίωμα και η ελευθερία. Αυτό δεν θα μας απασχολούσε στο βαθμό που εκκλησία ήταν μια ανοιχτή οργάνωση, πρόθυμη να περιμένει οποίον ενδιαφέρεται να την προσεγγίσει και με δική του πρωτοβουλία να την ασπαστεί και να συνταχθεί μαζί της. Τι συμβαίνει όμως όταν η εκκλησία αντί αυτού προσπαθεί να παρέμβει στην λειτουργία εκείνου που είναι υποτίθεται αρμόδιος για την διαφύλαξη όλων των ελευθεριών; Τι γίνεται δηλαδή όταν η εκκλησία απαιτεί άμεση πρόσβαση και σύνδεση με την κρατική εξουσία;
Αυτή η συζήτηση, όσο επίκαιρη και να ακούγεται σε εμάς, σε μια Κύπρο στην οποία ο υπουργός παιδείας χρειάζεται τις ευλογίες του Αρχιεπισκόπου για να διορισθεί, είναι στην πραγματικότητα πολύ παλιά. Είναι μια συζήτηση που στην Ευρώπη έχει κλείσει από τον καιρό ακόμα της Γαλλικής Επανάστασης (1789) και από τότε η κατάληξη αυτής της συζήτησης έχει επαναβεβαιωθεί πολλές φορές στο Δυτικό κόσμο.
Πρέπει σε αυτό το σημείο να αναφέρουμε πως μπορεί η θρησκεία και η οργάνωση της σε εκκλησία να μην περιορίζεται στα πλαίσια του Ευρωπαϊκού χώρου, θα ήταν όμως αδύνατο να καταπιαστούμε με την παγκόσμια έκταση του φαινομένου αυτού σε ένα τόσο σύντομο άρθρο. Από την άλλη, η εμφάνιση του κράτους, όπως το γνωρίζουμε σήμερα και οι σχέσεις που ανέπτυξε το κράτος αυτό με τις θρησκευτικές ομάδες που δραστηριοποιούνται εντός της επικράτειας του, είναι κάτι που συνέβη πρώτα στην Ευρώπη και στη συνέχεια πάνω σε πανομοιότυπα μοτίβα διαδόθηκε και στον υπόλοιπο κόσμο. Εν συντομία και διατρέχοντας τον κίνδυνο της υπεραπλούστευσης, είναι ευκολότερο να κατανοήσουμε το φαινόμενο αυτό μελετώντας την Ευρωπαϊκή ιστορία πάρα την ιστορία οποιασδήποτε άλλης περιοχής του πλανήτη.
Για να επανέλθουμε, κατά τη διάρκεια του Διαφωτισμού, την περίοδο που προηγήθηκε της Γαλλικής επανάστασης, μια ανερχόμενη κοινωνική δύναμη, η αστική τάξη, έδινε τη μάχη της με την συντήρηση της εποχής για την κατάκτηση της εξουσίας. Όταν μιλάμε για εξουσία βέβαια δεν την εννοούμε με τη στενά πολιτική της έννοια. Επρόκειτο για ένα αγώνα εδραίωσης της εξουσίας της αστικής τάξης σε όλα τα επίπεδα της κοινωνίας. Στην φιλοσοφία, την αισθητική, την ηθική, την νεογέννητη επιστήμη και πάνω απ’ όλα την πραγματική βάση όλων των υπολοίπων, την παραγωγική διαδικασία, αυτό που λεμέ δηλαδή οικονομία.
Μπορεί η οικονομική εξουσία να ήταν μέχρι τότε στα χέρια των φεουδαρχών, η θρησκεία όμως έπαιζε ένα ιδιαίτερα ρυθμιστικό ρόλο σε όλα τα φάσματα της ανθρώπινης ζωής. Χαρακτηριστικό είναι πως γύρω στον 11ο αιώνα μ.X. ιδρύθηκαν από την εκκλησία τα πρώτα πανεπιστήμια στην Ευρώπη και για πολλούς αιώνες όλα τα εκπαιδευτικά ιδρύματα έμεναν κάτω από την διοίκηση της. Επίσης ζητήματα κατοικίας, διατροφής, ενδυμασίας, ψυχαγωγίας και ότι άλλο μπορεί να συμπεριλαμβάνει ο πολιτισμός, φιλτράρονταν μέσα από την εκκλησιαστική ηθικολογία πριν αφεθούν να υπάρχουν ως ευσεβή και αποδεκτά. Με λίγα λόγια, ότι επιβαλλόταν στις μάζες βαφτιζόταν σωστό από τον κλήρο προκειμένου ο λαός να νιώθει και κάποια ευγνωμοσύνη για τα βάσανά του. Από την άλλη, κάθε αποτέλεσμα της κοινωνικής ζύμωσης έπρεπε να εγκριθεί από την εκκλησία αλλιώς η οργή του θεού θα τους χτυπούσε με αστροπελέκια και πανούκλα!
Η σύγκρουση μεταξύ αυτής της νέας και προοδευτικής (τότε) τάξης με την ταχέως αποσυντιθέμενη φεουδαρχία έφερε στην φιλοσοφία τις θεωρίες για το κοσμικό κράτος. Η διαμάχη μεταξύ του αυτοκράτορα και της εκκλησιαστικής ηγεσίας είναι κάτι το οποίο υπήρχε για αιώνες όμως με την έλευση των δυνάμεων του διαφωτισμού στο προσκήνιο η διαμάχη έκλεισε με ένα θεωρητικό ξεκαθάρισμα. Το 1789 αποτελεί σημαντικό σταθμό στην διαδικασία που εξετάζουμε. Η «Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη», το έγγραφο με το οποίο η νικηφόρα Γαλλική Επανάσταση αποσαφήνιζε τι είδους κράτος θα εγκαθίδρυε, δεν άφηνε κανένα περιθώριο παρερμηνείας. Το έθνος και όχι η πίστη θα ήταν πλέον η πηγή κάθε εξουσίας ενώ παράλληλα κατοχυρωνόταν και το δικαίωμα της ανεξιθρησκίας. Κανένας αυτοκράτορας δεν μπορούσε πια να μιλά εξ ονόματος του θεού. Τον ρόλο αυτής της ανώτερης δύναμης θα έπαιζε τώρα το έθνος.
Ο ρόλος της θρησκείας και της πίστης στην πολιτική διαδικασία έχανε την μεγάλη του σημασία, όχι όμως τόσο άμεσα στην πράξη όσο έγινε σε θεωρητικό επίπεδο. Ένα φαινόμενο που υπήρχε για αιώνες δεν μπορούσε να πάψει να υπάρχει σε μια στιγμή μόνο και μόνο επειδή διατυπώθηκε ο λόγος του τερματισμού του στο χαρτί. Από την άλλη, με το που κατάφερε η αστική τάξη να πάρει την εξουσία και να γίνει η ίδια καταπιέστρια τάξη, τα μέσα καταπίεσης που μέχρι τότε πολεμούσε θα μπορούσαν να αποτελέσουν πλέον χρήσιμα εργαλεία στα χέρια της. Έτσι ενώ αυτός ο διαχωρισμός διατυπώθηκε στη διακήρυξη, στην πράξη η ουσιαστική απομάκρυνση του κλήρου από την εξουσία ήταν ακόμα πολύ μακριά. Επίσης μια νέα κοινωνική δύναμη ξεπρόβαλε και απειλούσε να τσακίσει συθέμελα την εξουσία των αστών. Ήταν η εργατική τάξη που έκανε τις πρώτες σοβαρές προσπάθειες επαναστατικής οργάνωσης. Οι μέχρι πρότινος θανάσιμοι εχθροί, οι αστοί και οι κληρικοί είχαν πλέον ένα κοινό αντίπαλο, «το φάντασμα του κομμουνισμού» το οποίο όπως αναφέρεται και στο Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος. «Όλες οι δυνάμεις της γερασμένης Ευρώπης ενώθηκαν σε μια ιερή συμμαχία για να κυνηγήσουν … : ο πάπας και ο τσάρος, ο Μέτερνιχ κι ο Γκιζό..» Κυριολεκτικά δηλαδή αστοί, φεουδάρχες και κλήρος.
Χρειάστηκε ένας σχεδόν αιώνας μέχρι η ανθρωπότητα να κατορθώσει για πρώτη φορά στην ιστορία να αποτινάξει το εκκλησιαστικό δεσμό από πάνω της. Το 1871 οι εργάτες του Παρισίου κατάφεραν για ένα μικρό χρονικό διάστημα να πάρουν την εξουσία από τους αστούς. Αύτη ήταν η μεγαλειώδης «Παρισινή Κομμούνα». Όπως έγραφε ο Μαρξ λίγο καιρό αργότερα «Όταν παραμερίστηκαν πια ο μόνιμος στρατός και η αστυνομία, τα όργανα της υλικής βίας, η Κομμούνα καταπιάστηκε αμέσως να τσακίσει το πνευματικό όργανο καταπίεσης, την εξουσία των παπάδων… Όλα τα εκπαιδευτικά ιδρύματα άνοιξαν δωρεάν για το λαό και ταυτόχρονα ξεκαθαρίστηκαν από κάθε επέμβαση της εκκλησίας και του κράτους». Μπορεί η Κομμούνα να μην κράτησε πάρα μερικούς μήνες όμως το στίγμα της είχε καταγραφεί πλέον στην ιστορία. Τα αστικά κράτη που ακολούθησαν ήταν αναγκασμένα να δεχτούν έστω και κάποια πολύ ελάχιστα σημεία από το πρόγραμμα της. Έτσι και με την συμβολή της Κομμούνας ο διαχωρισμός εκκλησίας-κράτους και το δικαίωμα της ανεξιθρησκίας αποτέλεσαν σταδιακά βασικό στοιχείο κάθε Ευρωπαϊκού αστικού κράτους.
Τα γεγονότα αυτά μπορεί να έλαβαν χώρα πριν ενάμιση περίπου αιώνα στην Ευρώπη, η δική μας όμως θλιβερή ιστορία εδώ στην Κύπρο εξακολουθεί. Ενώ ο εθνικισμός και η μισαλλοδοξία κατάφεραν να μοιράσουν το νησί, ο δικός μας «κήρυκας του λόγου του θεού» δηλώνει φίλος με το ΕΛΑΜ. Ο μεγάλος μας πνευματικός ηγέτης (και σπουδαίος επιχειρηματίας) ποσώς ενδιαφέρεται για την πολιτιστική μας κληρονομία και ευχαρίστως να τσαλαπατήσει μερικά «κουζούθκια» για να οικοδομήσει τα μεγαλόπνοα επιχειρηματικά σχέδια του Κυρίου. Παράλληλα και ενώ η ιερά σύνοδος αθωώνει με την μεγαλύτερη ευκολία βιαστές, η αρχιεπισκοπή ιδρύει σχολεία για να μπορεί να διδάσκει τα Χριστιανικά ιδεώδη. Δεν έχουμε την ψευδαίσθηση πως αυτά είναι προβλήματα που αφορούν μόνο την κυπριακή πραγματικότητα αλλά και ούτε πως όλοι οι κληρικοί είναι παλιάνθρωποι. Το σημαντικότερο πρόβλημα που εντοπίζεται στον τόπο μας είναι πως μαζί με όλα αυτά, οι κυβερνώντες του κράτους επιμένουν να αναβαθμίζουν το ρόλο της εκκλησίας δίνοντας της λόγο σε ζητήματα τα οποία καμία σχέση δεν έχουν με την πίστη και την θρησκευτικότητα που κατά τα άλλα αποτελούν ατομική υπόθεση.
Μπορεί όπως και μια σειρά άλλων προβλημάτων έτσι και το συγκεκριμένο, να μην βρίσκει οριστική λύση παρά μόνο με την απελευθέρωση του ανθρώπου από τα δεσμά της ατομικής ιδιοκτησίας και της εκμετάλλευσης, είναι ωστόσο δυνατό, να γίνουν πολλά βήματα, ακόμη και με την ελάχιστη πολιτική βούληση. Όταν όμως το μικροπολιτικό συμφέρον είναι το καθοριστικό και ο φόβος του πολιτικού κόστους μπορεί να παράλυση σε κάποιους, είναι αδύνατο αυτός που κυβερνά να έρθει σε ρήξη με τα φαινόμενα αυτά. Παρά τις επιστημονικοφανείς τους αντιλήψεις και προτάσεις, τα διάφορα αστικά κόμματα, όποτε η συζήτηση έρχεται στο ζήτημα αυτό, θα είναι πάντα καταδικασμένα να δικαιολογούν την αντιφατική τους στάση.
Η κοσμοθεωρία του Μαρξισμού-Λενινισμού αποτελεί την μόνη συνεπή και ειλικρινή πολιτική θεωρία απέναντι στη θρησκεία. Όπως αναφέρθηκε και πιο πάνω, ενώ η αστική τάξη τάχθηκε αρχικά μανιωδώς ενάντια στην επιρροή της εκκλησίας, με το που έγινε η ίδια εξουσία όχι μόνο «μαλάκωσε» αλλά κατέληξε απολογητής και υπερασπιστής της όταν τη βόλευε. Στον αντίποδα τώρα, ο Λένιν ανέφερε πως ακόμα και όταν η εργατική τάξη γίνεται εξουσία με το δικό της «εργατικό κράτος» και παρά το γεγονός πως ο μαχόμενος υλισμός οφείλει να συνεχίζει τον αγώνα του ενάντια στην πνευματική καταπίεση, το ίδιο το κράτος δεν επιτρέπεται να έχει καμία παρέμβαση στα της θρησκευτικής πίστης. Αναγνωρίζοντας λοιπόν το αναπόφευκτο της πνευματικής καταπίεσης μέσα σε ένα εκμεταλλευτικό σύστημα όπως ο καπιταλισμός οφείλουμε, χωρίς να σταματάμε τη μάχη ενάντια σε αυτή τη μορφή καταπίεσης, να διεξάγουμε παράλληλα τον αγώνα μας για το δικαίωμα του κάθε ανθρώπου στο να πιστεύει σε ότι θέλει χωρίς αυτό να δίνει την δυνατότητα στο κράτος να κάνει διακρίσεις απέναντι του.