Στις 30 Ιανουαρίου του 1933, ο πρόεδρος της Γερμανίας, Χίντενμπουργκ, διόρισε τον Αδόλφο Χίτλερ καγκελάριο της γερμανικής κυβέρνησης. Αμέσως οι ναζί διέλυσαν το Ράιχσταγκ (γερμανικό κοινοβούλιο) και προκήρυξαν εκλογές για τις 5 Μαρτίου 1933.
Λίγες ημέρες πριν από τις εκλογές, στις 27 Φεβρουαρίου 1933, έλαβε σάρκα και οστά η προβοκάτσια που οργάνωσε η ηγεσία του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος του Χίτλερ ενάντια στο Κομμουνιστικό Κόμμα, ο εμπρησμός του κτιρίου του Ράιχσταγκ. Αμέσως μετά τον εμπρησμό, οι ναζί κατηγόρησαν ανοιχτά και προκλητικά το Κομμουνιστικό Κόμμα με στόχο την αποδυνάμωση του.
Στοχοποίηση των κομμουνιστών
Ο Χέρμαν Βίλχελμ Γκέρινγκ, αδίστακτος και φιλόδοξος συνεργάτης του Χίτλερ, αποτέλεσε τον κύριο οργανωτή αυτής της προβοκάτσιας. Το παραδέχτηκε κι ο ίδιος αργότερα, μπροστά σε στενούς συνεργάτες του Χίτλερ, ομολογώντας πως: «Ο μοναδικός άνθρωπος που ξέρει πραγματικά το Ράιχσταγκ είμαι εγώ, γιατί εγώ έβαλα φωτιά σ’ αυτό». Αμέσως μετά τον εμπρησμό, ο Γκέρινγκ δηλώνει - σαν έτοιμος από καιρό - πως ο εμπρησμός είναι έργο των κομμουνιστών και σήμαινε το σύνθημά τους για την έναρξη ένοπλης εξέγερσης. Με αφορμή τον εμπρησμό, οι ναζί άρχισαν να συλλαμβάνουν αντιφασίστες και κομμουνιστές με καταλόγους που είχαν ήδη ετοιμάσει από πριν, με αποτέλεσμα να ριχτούν στα μπουντρούμια περισσότεροι από 10 χιλιάδες άνθρωποι.
Παράλληλα , στις 27 Φεβρουαρίου, το Κομμουνιστικό Κόμμα, μέσω του ηγέτη του, Έρνστ Τέλμαν, με ανοιχτή επιστολή προς όλους τους σοσιαλδημοκράτες απεύθυνε έκκληση για τη συγκρότηση ενός ενιαίου μετώπου ενάντια στο φασισμό. Δύο μέρες αργότερα, με νέα επιστολή το Κομμουνιστικό Κόμμα πρότεινε στην ηγεσία του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος και στη Γενική Ένωση Γερμανικών Συνδικάτων να κηρυχτεί γενική απεργία ενάντια στη φασιστική δικτατορία. Οι δεξιοί ηγέτες των σοσιαλδημοκρατών απέρριψαν την πρόταση των κομμουνιστών, πνίγοντας έτσι την ελπίδα και το ιστορικό καθήκον για κοινό αντιφασιστικό αγώνα και δράση.
Στις 28 Φεβρουαρίου, ύστερα από πρόταση της χιτλερικής κυβέρνησης, αναστέλλονται τα άρθρα του Συντάγματος για την ελευθερία του ατόμου, του λόγου, του Τύπου, των διαδηλώσεων και των συγκεντρώσεων, καθώς επίσης και της ίδρυσης συνδικαλιστικών οργανώσεων. Έπειτα, συλλαμβάνεται ένας Ολλανδός εν ονόματι Μαρίνους Βαν ντερ Λούμπε, ως αυτουργός του εγκλήματος και ο Γκέρινγκ δηλώνει πως είναι κομμουνιστής αφού βρέθηκε πάνω του ταυτότητα του Κ.Κ. Ολλανδίας. Βέβαια, ο εν λόγω κύριος δεν ήταν τίποτα άλλο παρά ένα πιόνι των Ναζί, τον οποίο και χρησιμοποίησαν για να στήσουν την όλη υπόθεση. Ταυτόχρονα, συλλαμβάνεται και ο επικεφαλής της κοινοβουλευτικής ομάδας του Κ.Κ. Γερμανίας, Ε. Τόργκλερ.
Στις 3 Μαρτίου – δυο μόλις μέρες πριν τις εκλογές - πέφτει η πρώτη αυλαία της σκηνοθεσίας του εμπρησμού του Ράιχσταγκ, με τη σύλληψη και φυλάκιση του Έρνστ Τέλμαν, Γενικού Γραμματέα του Κ.Κ. από τους ναζί. Η παρωδία συνεχίζεται με τη σύλληψη στις 9 Μαρτίου του ηγετικού στελέχους της Τρίτης Διεθνούς, του Βούλγαρου κομμουνιστή Γκεόργκι Δημητρώφ και των συντρόφων του, Μπλαγκόι Ποπόφ και Βασίλι Τάνιεφ. Βρίσκονταν ως πολιτικοί πρόσφυγες στη Γερμανία και τους συνέλαβαν με την κατηγορία της συνεργίας στην πυρπόληση του Ράιχσταγκ.
Ερνστ Τέλμαν… «ο ηγέτης της τάξης του»
Τον Ερνστ Τέλμαν, που έμεινε στην ιστορία ως «ο ηγέτης της τάξης του», τον έριξαν στη φυλακή και μάλιστα δεν ανακοίνωσαν αμέσως το γεγονός της σύλληψης του. Έμεινε για χρόνια σε αυστηρή απομόνωση σε μια φυλακή στο Βερολίνο. Έγιναν τεράστιες διεθνείς προσπάθειες για την αποφυλάκιση του. Η διεθνής κατακραυγή, καθώς επίσης ο φόβος κι ο τρόμος των Ναζί για το ενδεχόμενο του ξεσηκωμού στη Γερμανία με αίτημα την αποφυλάκιση του ιστορικού ηγέτη, υπήρξε κι ο λόγος που ό, τι είχε να κάνει με το θέμα αυτό, γινόταν με πλήρη μυστικότητα. Τον Αύγουστο του 1944, ενώ οι νίκες των συμμάχων και κυρίως των Σοβιετικών διαδέχονταν η μια την άλλη, ο Χίτλερ διέταξε να τον μεταφέρουν στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Μπούχενβαλντ. Στις 18 Αυγούστου, όταν είχαν πλέον παραμείνει οι τελευταίες πνοές του φασιστικού καθεστώτος, τον δολοφόνησαν κι έπειτα έκαψαν το σώμα του για να μην μείνει κανένα ίχνος που να τον θυμίζει. Άδικα των αδίκων μπήκαν όμως στον κόπο τα σκυλιά του ναζιστικού εκτρώματος, αφού παραμένει μέχρι σήμερα μια απ’ τις πιο σημαντικές μορφές του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος, ένας πραγματικά λαϊκός αγωνιστής, που δεν δείλιασε στιγμή μπροστά στους δήμιους του και μέχρι σήμερα αποτελεί λαμπρό παράδειγμα για τις νέες γενιές αγωνιστών.
Η δίκη της Λειψίας
Παράλληλα, στις 21 Σεπτεμβρίου του 1933, άρχιζε στη Λειψία η δίκη για τον εμπρησμό του Ράιχσταγκ. Στο ειδώλιο των κατηγορουμένων ο Δημητρώφ, και οι άλλοι δυο Βούλγαροι κομμουνιστές Ποπόφ και Τάνεφ, μαζί με τον Τόργκλερ. Το φασιστικό καθεστώς, είχε βάλει στη θέση του κατηγορούμενου και τον μισθοφόρο προβοκάτορά του, όπως αποδείχτηκε περίτρανα μέσα από τη δίκη, Βαν ντερ Λούμπε.
Η δίκη – παρωδία, δεν εξελίχτηκε όμως όπως είχαν σχεδιάσει οι φασίστες και τα πειθήνια όργανά τους. Ο Δημητρώφ, από κατηγορούμενος γίνεται κατήγορος κι απ’ το εδώλιο κάνει ξεκάθαρο πως καμία σχέση δεν είχε κανείς τους με την πυρπόληση του κτιρίου της γερμανικής Βουλής.
Στην αίθουσα του δικαστηρίου οι ρόλοι αντιστράφηκαν και ο Δημητρώφ απευθύνοντας ένα σωρό ερωτήσεις στους κατήγορούς του και στον ίδιο τον Γκέρινγκ, ξεγύμνωσε τον φασισμό και τα όργανά του. Καταλήγοντας, μάλιστα, είπε: «Εμείς οι κομμουνιστές μπορούμε σήμερα, όχι λιγότερο αποφασιστικά από το γέρο Γαλιλαίο να πούμε: Κι όμως γυρίζει! Ο τροχός της ιστορίας γυρίζει προς τα μπρος, προς μια Σοβιετική Ευρώπη, προς μια παγκόσμια Ένωση των Σοβιετικών Δημοκρατιών! Κι ο τροχός αυτός, κινούμενος από το προλεταριάτο, κάτω από την καθοδήγηση της Κομμουνιστικής Διεθνούς, δε σταματιέται με κανένα μέτρο ξεκληρίσματος, ούτε με ποινές φυλάκισης και θανατικές καταδίκες. Ο τροχός αυτός γυρίζει και θα γυρίζει μέχρι την ολοκληρωτική νίκη του κομμουνισμού!».
Ουδείς, ούτε κι ο Χίτλερ, τόλμησε να βγάλει καταδικαστική απόφαση. Ο Δημητρώφ κι οι σύντροφοι του αθωώθηκαν κι ύστερα από αυστηρό αίτημα της σοβιετικής κυβέρνησης το φασιστικό καθεστώς αναγκάστηκε να τους απελευθερώσει και να τους επιτρέψει να μεταβούν στη Σοβιετική Ένωση. Η δίκη της Λειψίας, αποτέλεσε μια μεγάλη νίκη του παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος, σύμβολο στον αγώνα κατά του φασισμού.
Οι προβοκατόρικες ενέργειες των ναζί, μας αφήνουν να βγάλουμε συμπεράσματα και για τους σημερινούς ιεροκήρυκες του εθνικισμού, για τον τρόπο λειτουργίας και δράσης τους. Για το πώς κρύβουν εντέχνως κάποιες φορές και κάποιες άλλες εντελώς άτεχνα, άκομψα, ακόμα και γελοία, τον ανθρωποφάγο χαρακτήρα της ιδεολογίας του μίσους, που ουδεμία σχέση έχει με την πάλη ενάντια στον καπιταλισμό και την πρόοδο της ανθρωπότητας.
Όλα όσα ακολούθησαν την προβοκάτσια των ναζί, μένουν μ’ ανεξίτηλο μελάνι γραμμένα στο μυαλό εκατομμυρίων αγωνιστών, να μας θυμίζουν πως καμία αίθουσα δικαστηρίου, καμία εκτέλεση και κανένας πλαστογράφος της ιστορίας δεν μπορεί και δεν έχει τη δύναμη να σβήσει την πάλη μας ενάντια στο φασισμό και τη μάνα που τον γέννησε, τον καπιταλισμό.
Αφροδίτη Κατσή
Μέλος Κεντρικού Μορφωτικού Γραφείου