Νιώθω να υπάρχει ένα μαύρο σύννεφο γύρω μου, το οποίο με ασφυκτιεί και με πνίγει.”
“Είναι σαν να ζω σε μια φούσκα χωρίς ήχους ή χρώματα, στην οποία τα πάντα μοιάζουν ξένα, ακόμα και το σπίτι μου και οι δικοί μου άνθρωποι.”
“Το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να κλείσω τις κουρτίνες και να προσποιηθώ ότι ο κόσμος δεν υπάρχει. Είναι σαν να ο κόσμος για μένα έχει τελειώσει και δεν υπάρχει οδός διαφυγής.”
Με μια πρώτη ανάγνωση, οι πιο πάνω φρικτές εμπειρίες φαντάζουν ξένες ή προϊόν φαντασίας, σαν να πηγάζουν από κάποια φυλακή, χώρο βασανιστηρίων ή ταινία τρόμου. Κι όμως, για σχεδόν 300 εκατομμύρια ανθρώπους στον κόσμο, οι πιο πάνω εμπειρίες αποτελούν πολύ συχνά, αν όχι σε καθημερινή βάση, μέρος της ζωής τους. Αναφέρομαι, φυσικά, στην εμπειρία της κατάθλιψης.
Με βάση το διαγνωστικό και στατιστικό εγχειρίδιο ψυχικών διαταραχών της Αμερικανικής Ψυχιατρικής Εταιρείας (DSM-5), για να διαγνωστεί κάποιος άνθρωπος με κατάθλιψη, χρειάζεται να εμφανίσει μια σειρά από συμπτώματα, κάποια από τα οποία είναι η καταθλιπτική διάθεση, η σημαντική απώλεια/αύξηση βάρους, η υπερυπνία ή αϋπνία, η απώλεια ή μείωση ενδιαφέροντος για διάφορες δραστηριότητες, οι επαναλαμβανόμενες σκέψεις θανάτου κ.α., για διάστημα περισσότερο των δύο εβδομάδων.
Ωστόσο, το να διαγιγνώσκεται η κατάθλιψη από κάποιον ειδικό, ο οποίος δρα σαν ‘τρίτος’, με βάση ένα ‘check list’ ορισμένων συμπτωμάτων ενώ την ίδια στιγμή να αγνοείται η εμπειρία αυτού που βιώνει την κατάθλιψη κρίνεται εξ αρχής προβληματικό ως προς την ψυχιατρική αντίληψη της κατάθλιψης.
Συγκεκριμένα, μια απόλυτα ψυχιατρική αντίληψη της κατάθλιψης αγνοεί το γενικότερο πλαίσιο μέσα στο οποίο ο άνθρωπος βιώνει την ασθένεια, στερείται μιας κατάλληλης ψυχοπαθολογικής δομής η οποία να μπορεί να λάβει υπόψη το εμπειρικό κομμάτι της κατάθλιψης, και αγνοεί την υποκειμενική πλευρά της ενώ δίνει υπερβολική έμφαση σε νευροβιολογικές, συμπεριφορικές, και γνωστικές αλλαγές στον ασθενή.
Λόγω, τότε, των συγκεκριμένων κενών ως προς την ολοκληρωτική αντίληψη της κατάθλιψης, ανοίγεται, ο δρόμος για συμπληρωματικές αντιλήψεις της ασθένειας, όπως είναι η φαινομενολογία της κατάθλιψης, της οποίας η ερευνητική βάση χτίζεται πάνω στην εμπειρία της κατάθλιψης, όπως αυτή περιγράφεται από τον άνθρωπο που την βιώνει.
Η φαινομενολογία, ως πεδίο της φιλοσοφίας, ασχολείται με το ‘είναι’ του κόσμου στην πιο θεμελιώδη του μορφή και ερευνά την συνείδηση, το συναίσθημα και την εμπειρία, μέσω του πώς αυτά βιώνονται και λαμβάνοντας υπόψη τον κόσμο στον οποίο αυτά (συν)υπάρχουν.
Αναλύοντας την κατάθλιψη φαινομενολογικά, καταλήγουμε στο ότι δεν υπάρχει ένα ενιαίο φαινόμενο που ονομάζεται κατάθλιψη το οποίο ο ασθενής απλώς κατέχει, σαν να κατέχει κάποιο αντικείμενο. Αντίθετα, η κατάθλιψη περιγράφει μια πλειάδα διαφορετικών εμπειριών και συναισθημάτων τα οποία ποικίλουν και διαφέρουν από άνθρωπο σε άνθρωπο, κάτι που σημαίνει πως το πλαίσιο στο οποίο οι εμπειρίες βιώνονται και το περιβάλλον στο οποίο αναπτύσσονται και εκφράζονται (π.χ. η κουλτούρα του ασθενή), πρέπει να λαμβάνονται σοβαρά υπόψη.
Έτσι, είναι σημαντικό να εκλάβουμε την κατάθλιψη ως εμπειρία, όχι μονάχα ως ασθένεια. Αυτό γιατί ένας γιατρός δεν εξετάζει μονάχα ένα σώμα, αλλά έναν άνθρωπο - έναν άνθρωπο με συγκεκριμένες εμπειρίες, βιώματα, αντιλήψεις, περιβάλλον και κουλτούρα στην οποία μεγάλωσε και διαμορφώθηκε. Όλα τα προαναφερθέντα γίνονται αντιληπτά μονάχα μέσω της εμπειρίας. Μπορεί ένας γιατρός, εξετάζοντας τον ασθενή, να διακρίνει διάφορα συμπτώματα τα οποία να ενδεικνύουν μια συγκεκριμένη ασθένεια, αλλά ποτέ δεν θα μπορέσει να διακρίνει την εμπειρία της ασθένειας η οποία, ειδικότερα στις ψυχικές ασθένειες, παίζει πρωταρχικό ρόλο τόσο στην διάγνωση όσο και στην επιτυχή αντιμετώπισή τους.
Για παράδειγμα, βασικά στοιχεία της εμπειρίας της κατάθλιψης τα οποία αγνοούνται ή παραλείπονται από τη λίστα συμπτωμάτων του DSM-5 αφορούν τα αισθήματα άγχους που βιώνει ένας καταθλιπτικός άνθρωπος, η μερική ή παντελής έλλειψη κινήτρων για τη διενέργεια καθημερινών πράξεων, όπως επίσης και το αίσθημα της αποπροσωποποίησης και της διατάραξης των διαπροσωπικών σχέσεων.
Ειδικότερα, η διατάραξη των διαπροσωπικών σχέσεων αποτελεί θεμελιώδες κομμάτι της εμπειρίας της κατάθλιψης, αφού απομονώνει και αποξενώνει τον άνθρωπο από τον κόσμο και τους υπόλοιπους ανθρώπους. Αυτό συμβαίνει για τον εξής λόγο: Το αίσθημα κάποιου ανθρώπου ότι είναι μέρος ενός κοινού περιβάλλοντος και ενός κοινού κόσμου είναι απόλυτα συνυφασμένο με την αίσθηση του ότι έχει τη δυνατότητα να έρθει σε επαφή με τους υπόλοιπους ανθρώπους και να συνάψει ουσιαστικές ανθρώπινες σχέσεις.
Το αίσθημα του ‘συνυπάρχω’ ταυτίζεται απόλυτα με το αίσθημα του ‘ανήκω στον κόσμο’ αφού ο κόσμος είναι στην ουσία ένας κοινός κόσμος και ορίζεται όχι μόνο μέσω της ύπαρξης αλλά και μέσω της συνύπαρξης. Άρα, η οποιαδήποτε διατάραξη των διαπροσωπικών σχέσεων σημαίνει ταυτόχρονα και διατάραξη του αισθήματος του ‘συνυπάρχω’, και ως εκ τούτου προκαλείται η αποξένωση και απομόνωση του ατόμου από τον κοινό κόσμο. Όμως όσο θεμελιώδης και να είναι η διατάραξη των διαπροσωπικών σχέσεων στην κατάθλιψη, ένα τέτοιο ‘σύμπτωμα’ είναι απών από τα κριτήρια που το DSM-5 ορίζει για τη διάγνωση της κατάθλιψης.
Η αποξένωση και απομόνωση από τον κοινό κόσμο συμβαίνουν ορισμένες φορές σε τέτοιο βαθμό που ο ασθενής βιώνει το αίσθημα του να είναι ένας απλός θεατής μέσα στον κοινό κόσμο - σαν να παρακολουθεί μια θεατρική παράσταση στην οποία αδυνατεί να συμμετάσχει και στην οποία αδυνατεί να συνάψει ουσιαστικές ανθρώπινες σχέσεις.
Συν τοις άλλοις, στον κόσμο του καταθλιπτικού ατόμου κυριαρχεί το αίσθημα πως η διενέργεια καθημερινών πράξεων και ενεργειών (π.χ. να πάει για μια βόλτα ή να φτιάξει καφέ) είναι αδύνατη και μη πραγματοποιήσιμη. Την ίδια στιγμή, ο καταθλιπτικός άνθρωπος βλέπει τους άλλους ανθρώπους να πραγματώνουν διάφορες ευκαιρίες, κάτι που συντελεί στην περαιτέρω αποξένωσή του και απομόνωσή του από τον κοινό κόσμο και στο αίσθημα του ότι είναι ένας απλός θεατής.
Υποστηρίζεται, έτσι, το επιχείρημα ότι η κατάθλιψη περιγράφει μια πλειάδα διαφορετικών συναισθημάτων τα οποία σχετίζονται με τις εμπειρίες και το ευρύτερο περιβάλλον στο οποίο κάποιος βιώνει την ασθένεια. Πρωτίστως, η οντότητα που βιώνει την κατάθλιψη δεν είναι ένα σώμα, αλλά ένας άνθρωπος του οποίου οι εμπειρίες πρέπει να λαμβάνονται υπόψη στη διάγνωση και στην αντιμετώπιση της ασθένειας.
Κρίνεται, τότε, αναγκαία η ενίσχυση της φαινομενολογικής σκοπιάς της κατάθλιψης, η οποία θα δώσει πρωταρχική βάση στην βιωματική εμπειρία της κατάθλιψης και θα συμπληρώσει την ψυχιατρική σκοπιά για να δώσει μια πιο ακριβή, ολιστική, και ολοκληρωτική αντίληψη η οποία θα συμβάλει στην επιτυχή αντιμετώπιση της ασθένειας.
•Άγγελος Σοφοκλέους
Διδακτορικός ερευνητής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο του Γιορκ