Από τον περασμένο Μάρτιο, η Κύπρος βρίσκεται αντιμέτωπη με την πανδημία του κορωνοϊού. Ήταν έτοιμο το σύστημα υγείας για να αντιμετωπίσει την πανδημία; Πως θα κρίνατε τους χειρισμούς της Κυβέρνησης και του Υπουργείου Υγείας κατά το πρώτο κύμα κορωνοϊού στην Κύπρο;
Αντικρίζουμε το θέμα μέσα από το πρίσμα ότι η πανδημία αποτελεί μια πρωτόγνωρη κατάσταση. Υπενθυμίζω τις δηλώσεις ευρωπαίων ηγετών και Κυπριών πολιτικών κατά το πρώτο κύμα ότι μετά την πανδημία πρέπει να αναθεωρήσουν τις πολιτικές τους και να ενισχύσουν την δημόσια υγεία και τα δημόσια νοσηλευτήρια.
Η Κυβέρνηση Αναστασιάδη μέσα από την πολιτική της υποχρηματοδότησης και των παλινδρομήσεων οδήγησε τα δημόσια νοσηλευτήρια σε μαρασμό, αποδυνάμωση, υποστελέχωση και αντί του εκσυγχρονισμού, αναδιοργάνωσης, της λύσης στα προβλήματα συσσώρευσε νέα. Οι συνέπειες των πράξεων ή μάλλον της απραξίας του Υπουργείου Υγείας και του ΟΚΥΠΥ (του οργανισμού που ανέλαβε την αυτονόμηση των δημόσιων νοσηλευτηρίων) τα προηγούμενα χρόνια αλλά και κατά την διαχείριση της κρίσης οδήγησαν σε χαοτική κατάσταση και τεράστια προβλήματα.
Ο σχεδιασμός ήταν ανεπαρκής, ο προγραμματισμός ανύπαρκτος, η επικοινωνία ελλιπής, δεν υπήρχαν τα βασικά είδη ατομικής προστασίας, η εκπαίδευση υπήρξε αποσπασματική, το νοσοκομείο αναφοράς επιλέχθηκε με κριτήρια που μόνο ερωτήματα προκαλούν, ενώ κάποιες κλίνες για τις μονάδες εντατικής θεραπείας έγιναν μετά την λήξη του lockdown. Το θέμα το εφοδιασμού των νοσοκομείων λύθηκε ένα μήνα μετά το πρώτο κρούσμα, το Νοσοκομείο Πάφου έκλεισε, ενώ παροπλίστηκαν τα υπόλοιπα νοσοκομεία και μεγάλος αριθμός λειτουργών υγείας ασθένησαν.
Παρόλους τους πανηγυρισμούς για την πετυχημένη διαχείριση της κρίσης μια ψύχραιμη ανάλυση των δεδομένων οδηγεί στο ασφαλές συμπέρασμα ότι η κυβέρνηση μεταξύ άλλων αντιλαμβανόμενη την οριακή κατάσταση του συστήματος υγείας και των νοσηλευτηρίων προχώρησε στο LOCKDOWN το οποίο αποτελούσε από μόνο του έκφραση αδυναμίας του συστήματος να ανταποκριθεί σε πιθανά αυξημένα κρούσματα και παραδοχή ότι χρειαζόμασταν τον χρόνο να προετοιμαστούμε.
Ενώ θα θέλαμε να δούμε με κατανόηση την προσέγγιση της κυβέρνησης, αφού ο COVID ήταν κάτι τόσο νέο για όλο το κόσμο και πολλές χώρες προχώρησαν σε παρόμοιες πολιτικές αυτό που δεν ήταν αναμενόμενο και κατανοητό ήταν η πλήρης επανάπαυση στις
“δάφνες επιτυχίας’’ της διαχείρισης του πρώτου κύματος της πανδημίας.
Μετά την περίοδο καραντίνας, τα κρούσματα κορωνοϊού είχαν μειωθεί κατακόρυφα. Παρ’ όλα αυτά λίγους μήνες μετά βρισκόμαστε μπροστά στο δεύτερο κύμα κορωνοϊού στην χώρα μας. Που θα αποδίδατε αυτή την ραγδαία αύξηση των κρουσμάτων;
Αποτελεί λογική εξέλιξη της αποκατάστασης της ομαλότητας η αύξηση των κρουσμάτων. Ακυρώνοντας το lockdown της πρώτης φάσης, ακυρώσαμε τον αποκλεισμό της χώρας από εξωγενείς παράγοντες όποτε αυξήθηκαν και τα κρούσματα. Θα έλεγα ότι ήταν σε μεγάλο βαθμό αναμενόμενο. Το μη αναμενόμενο ήταν ο πανικός και οι αντιφάσεις στα μέτρα που λήφθηκαν. Εδώ κρίνεται η επάρκεια των μέτρων μεταξύ του πρώτου και δεύτερου κύματος. Οι σκοπιμότητες επηρέασαν αρνητικά την διαχείριση και δημιουργήθηκαν χαοτικές καταστάσεις.
Θεωρείτε πως η Κυβέρνηση και το Υπουργείο Υγείας, είχαν θωρακίσει το σύστημα υγείας κατάλληλα μέσα στο διάστημα από το πρώτο μέχρι και το δεύτερο κύμα κορωνοϊού;
Εγώ λέω ότι κάτω από τις συνθήκες πανδημίας είναι φυσιολογικά κάποια λάθη ή αντιφάσεις. Άλλωστε δεν αντιμετωπίζουμε κάθε μέρα πανδημίες.
Αυτό που δεν είναι κατανοητό είναι η προχειρότητα και μη αξιοποίηση του μεσοδιαστήματος από το 1ο στο 2ο κύμα για να προετοιμαστούμε και να θωρακιστεί η κοινωνία στο μέτρο του δυνατού. Ως ΑΚΕΛ στην προσπάθεια μας να στηρίξουμε την κοινωνία κατά το πρώτο κύμα δεν προχωρήσαμε σε κριτική αλλά σε εισηγήσεις για την αντιμετώπιση του πρώτου κύματος και για την προετοιμασία για το δεύτερο κύμα. Δυστυχώς η Κυβέρνηση και το Υπουργείο Υγείας επαναπαύθηκαν στην πολιτική των διαταγμάτων.
Ως ΑΚΕΛ είχαμε πει ότι «η πολιτεία θα πρέπει να είναι έτοιμη για ένα άλλο κύμα της πανδημίας ή μια νέα επιδημία» και εισηγηθήκαμε σειρά 18 μέτρων όπως τη διοχέτευση επαρκών πόρων στον τομέα της υγείας, τη τάχιστη ολοκλήρωση σφαιρικού σχεδίου δράσης, τη καταγραφή αναγκών σε υποδομές, εξοπλισμό στελέχωση, εκπαίδευση για κάθε πιθανό σενάριο, την ενίσχυση του ΤΑΕΠ, τη δημιουργία ΜΕΘ σε όλα τα νοσοκομεία και τη διατήρηση χώρων/κλινών σε ετοιμότητα. Εισηγηθήκαμε την διεκπεραίωση του στρατιωτικού νοσοκομείου στο Γ.Ν Λευκωσίας. Ζητήσαμε την τάχιστη ολοκλήρωση των κτιρίων στο νοσοκομείο ψυχικών νοσημάτων της Αθαλάσσας, την δημιουργία πτέρυγας λοιμωδών νοσημάτων, την επέκταση των δημόσιων νοσηλευτηρίων, την αξιοποίηση ιδιωτικών νοσηλευτηρίων και δομών, την δημιουργία χειρουργείων και θαλάμων αρνητικής πίεσης σε όλα τα νοσηλευτήρια, τη δημιουργία κέντρου αποκατάστασης για να παραπέμπονται αυθημερόν τα εξιτήρια των νοσοκομείων, τη δημιουργία Εργαστηρίου Δημόσιας Υγείας και Λοιμωδών Νοσημάτων, και την φρόνιμη διαχείριση του προσωπικού.
Διεκδικήσαμε όπως το νοσοκομείο αναφοράς έχει όλα τα διαθέσιμα μέσα, πόρους, στελέχωση τόσο για την αντιμετώπιση της πανδημίας όσο και για την εξυπηρέτηση όλων των θεμάτων υγείας των πολιτών της επαρχίας. Ζητήσαμε όπως το Υπουργείο Υγείας διαχειριστεί την έννοια της επίταξης ως εργαλείο συνεργασίας και σωστής οργάνωσης ενώ εισηγηθήκαμε συλλογικότητα στη λήψη αποφάσεων.
Πως επηρεάζεται απ’ όλη αυτήν την κατάσταση η πορεία του ΓΕΣΥ; Ποια η άποψη του ΑΚΕΛ;
Μας προβληματίζει αν η εφαρμοζόμενη πολιτική για το COVID και η πάρα πολύ καθυστερημένη υλοποίηση της αυτονόμησης θα λειτουργήσει ως δούρειος ίππος για το ΓΕΣΥ, δεδομένου ότι ο επιχειρησιακός σχεδιασμός 3 χρόνια μετά την ψήφιση του σχετικού νομοσχεδίου είναι απών, δεν υπάρχει οδικός χάρτης, δεν έχει στελεχωθεί πλήρως ο οργανισμός.
Ως ΑΚΕΛ στηρίξαμε έμπρακτα τη μεταρρύθμιση του ΓΕΣΥ με την αξίωση όμως ότι αυτή θα συνοδευόταν με κατάλληλες ενέργειες από μέρους του Υπουργείου και της Κυβέρνησης για να στηριχτεί αποτελεσματικά η δημόσια υγεία και τα νοσηλευτήρια, για την επιτυχία και τη βιωσιμότητα του ΓΕΣΥ.
Δυστυχώς ελάχιστα έγιναν για την ουσιαστική αναβάθμιση του δημόσιου τομέα υγείας παρόλο που ζητήσαμε να κατατεθεί από το Υπουργείο οδικός χάρτης, με αυστηρά χρονοδιαγράμματα, κοστολογημένες πολιτικές και δράσεις για στήριξη τους .
Επειδή το ΑΚΕΛ δεν χαρακτηρίζεται από άρνηση εισηγηθήκαμε μέτρα όπως: σύγκληση ομάδας στρατηγικού σχεδιασμού των δημόσιων νοσηλευτηρίων με συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα, Βελτίωση της λειτουργικότητας/ αποτελεσματικότητας του ΟΚΥΠΥ, σωστή χρηματοδότηση και ετήσια κρατική ενίσχυση των δημόσιων νοσηλευτηρίων, για τη διατήρηση της ετοιμότητας για όσα θα απαιτηθούν σε αντίστοιχη κατάσταση κρίσης, για υπηρεσίες που δεν θα ενταχθούν στο ΓΕΣΥ και παραμένουν στα Δημόσια Νοσηλευτήρια. Τη σωστή στελέχωση, εισαγωγή σύγχρονων διαδικασιών για την λειτουργία τους, ελκυστικά πακέτα εργοδότησης, εκσυγχρονισμό και ενίσχυση του εξοπλισμού. Εφαρμογή πλήρους εκπαιδευτικής πολιτικής, πλήρης μηχανογράφηση των νοσοκομείων και των υπηρεσιών τους, δημιουργία νέων κλινικών - ΜΕΘ σε όλα τα νοσοκομεία, κέντρου τραύματος επιπέδου Ι, δημιουργία μονάδας επιδημιολογικής επιτήρησης και εργαστηρίου δημόσιας υγείας και λοιμωδών.
Τα δημόσια νοσηλευτήρια υπάρχουν για να διασφαλίσουν ότι ο πολυτραυματίας θα τύχει σωστής αντιμετώπισης, ο βαρέως πάσχων θα τύχει νοσηλείας σε οργανωμένη ΜΕΘ, τα δύσκολα και σπάνια περιστατικά θα τύχουν της καλύτερη αντιμετώπισης σε οργανωμένες κλινικές. Παρέχουν νοσηλεία σε όλους, τον ανασφάλιστο μετανάστη, τον κοινοτικό, τον πολίτη τρίτης χώρας, τον ανάπηρο, τον ψυχιατρικά ασθενή, υπάρχουν για να αντιμετωπίσουν τις μαζικές καταστροφές και επιδημίες που κατά καιρούς μας πλήττουν.
Τα δημόσια Νοσηλευτήρια υπάρχουν για να είναι ο αντίποδας ενός κερδοσκοπικού ιδιωτικού τομέα υγείας ώστε να συγκρατηθεί το κόστος της υγείας και να εξασφαλιστούν όλες εκείνες οι υπηρεσίες υγείας που δεν θα επιδιώξει να καλύψει ο ιδιωτικός τομέας και τέλος για να διασφαλίσουν την βιωσιμότητα και ύπαρξη του ΓΕΣΥ.
Μοναδική έγνοια του ΑΚΕΛ η υγεία των πολιτών. Η παρούσα κατάσταση υπενθυμίζει ότι η κοινωνία μας πρέπει να είναι κοινωνία αλληλεγγύης και ενισχύει την πάγια θέση του ΑΚΕΛ ότι η υγεία δεν μπορεί και δεν πρέπει να είναι εμπόρευμα. Η υγεία και το δικαίωμα στην ζωή είναι αδιαπραγμάτευτα και για αυτά θα συνεχίσουμε να παλεύουμε.
•Επιμέλεια: Σοφία Λαζαρή
Μέλος Συντακτικής Επιτροπής «Ν»