Tους τελευταίους αρκετούς μήνες έχει – δικαίως – μονοπωλήσει το δημόσιο διάλογο το ζήτημα της πανδημίας. Αν κάτι «έσπασε», έστω και προσωρινά, το μονοπώλιο αυτό στη δημόσια συζήτηση στην Κύπρο, ήταν το θέμα της διαφθοράς, στον απόηχο και των αποκαλύψεων του δικτύου Al Jazeera.
Σίγουρα, το ζήτημα της διαφθοράς δεν είναι ένα σύγχρονο φαινόμενο των τελευταίων χρόνων, δεν είναι φαινόμενο κυπριακό και φυσικά δεν είναι ούτε δημιούργημα, ούτε χαρακτηριστικό αποκλειστικά της κυβέρνησης Αναστασιάδη-ΔΗΣΥ. Στο άρθρο αυτό θα επιχειρήσουμε μέσα από μια διαλεκτική προσέγγιση να εξετάσουμε το φαινόμενο, σκιαγραφώντας τόσο τα γενικά του χαρακτηριστικά όσο και την κυπριακή του διάσταση.
Διαφθορά και καπιταλισμός
Αποτελεί συχνό πεδίο διαμάχης το ζήτημα εάν η διαφθορά είναι εγγενές και δομικό χαρακτηριστικό του καπιταλιστικού συστήματος ή όχι. Εάν η βάση της διαφθοράς βρίσκεται στην (άπληστη) ανθρώπινη φύση ή όχι. Στη δική μας αντίληψη ένα πράγμα είναι ξεκάθαρο. Διαφθορά χωρίς καπιταλισμό μπορεί να υπάρξει. Καπιταλισμός χωρίς διαφθορά δεν μπορεί.
Για να μπορεί κανείς να πάρει θέση σε αυτό το ζήτημα, θα πρέπει, ασφαλώς, να εξηγήσει και τι ορίζει ως διαφθορά. Αυτό που συνήθως εννοείται με τον όρο αυτό είναι η κατάχρηση της εξουσίας για οικονομικό ή άλλο όφελος και συνδέεται με τη διαπλοκή των διαφόρων οικονομικών, πολιτικών και άλλων συμφερόντων. Με πιο απλά λόγια έχει ταυτιστεί με την απόκτηση –κυρίως- οικονομικού οφέλους με μη νόμιμο, με παράτυπο και/ή ανήθικο τρόπο.
Δεν ισχυριζόμαστε ότι υπάρχει κάτι λάθος σε αυτό τον ορισμό. Στη δική μας αντίληψη, ωστόσο, αυτό που περιγράφουμε πιο πάνω είναι το αποτέλεσμα, μια αποτύπωση μιας βαθύτερης διαδικασίας. Η βάση κάτω από αυτό το φαινόμενο, θα πρέπει να διερευνηθεί στην ίδια τη λειτουργία του καπιταλισμού. Δεν το αραδιάζουμε εδώ ως συνθηματολογία αλλά ως θέση ουσίας. Ο καπιταλισμός έχει οικοδομηθεί και στηρίζει τη λειτουργία του πάνω στην εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο. Ο νόμος του κέρδους είναι αυτός που κινεί την οικονομία και γενικότερα την κοινωνία. Ο ανταγωνισμός – σε όλα τα επίπεδα- είναι ο ακρογωνιαίος λίθος της φιλοσοφίας του.
Τι είναι επομένως αυτό που εξοργίζει στο ζήτημα της διαφθοράς; Εάν το ζήτημα είναι νομικό –νόμιμος ή παράνομος τρόπος εξασφάλισης κέρδους- θα πρέπει να διερωτηθεί κανείς: Ποιος είναι αυτός που ορίζει τους νόμους; Στην μαρξιστική αντίληψη, το κράτος και οι νόμοι του είναι το οικοδόμημα της οικονομικής-παραγωγικής βάσης και του συσχετισμού των ταξικών δυνάμεων και της μεταξύ τους πάλης. Σε ένα σύστημα επιβολής της αστικής τάξης αυτή είναι που έχει και τον κύριο λόγο στην θέσπιση του κράτους και των νόμων που το διέπουν. Εξάλλου κάτι που σήμερα μπορεί να είναι παράνομο, δεν ήταν πριν μερικά χρόνια. Ή κάτι που είναι παράνομο σε μια χώρα δεν είναι σε μια άλλη.
Εάν από την άλλη είναι ηθικό το ζήτημα θα πρέπει να προβληματιστεί ο κάθε ένας που εξοργίζεται με τα φαινόμενα της διαφθοράς. Είναι ανήθικο να πλουτίζει κανείς μέσω της κατάχρησης εξουσίας αλλά είναι ηθικό όταν το κάνει με την εκμετάλλευση των εργαζομένων; Είναι ηθικά αποδεκτό ο πλούτος να συγκεντρώνεται σε ολοένα και λιγότερα χέρια ενώ την ίδια ώρα το μενού για τους λαούς περιλαμβάνει φτώχεια, εξαθλίωση και πολέμους; Είναι ηθικό –ακόμη και αν γίνεται με νόμιμο τρόπο- ορισμένοι να πλουτίζουν κτίζοντας ακατοίκητους πύργους και πουλώντας διαβατήρια την ώρα που πρόσφυγες στοιβάζονται σε άθλιες δομές, οικογένειες χάνουν τα σπίτια τους και η ιθαγένεια δεν δίνεται σε κατατρεγμένους που ποτίζουν με τον ιδρώτα τους την κυπριακή γη;
Αυτό που θέλουμε να καταδείξουμε είναι ότι η διαφθορά ως φαινόμενο στον καπιταλισμό δεν είναι κάτι παροδικό ούτε μια ανωμαλία. Είναι μια ακόμη μέθοδος, συμπληρωματική στις υπόλοιπες και εξίσου λογική, του κεφαλαίου να αναπαράγεται και να διατηρεί την εξουσία του. Σε αυτό, δεν μπορεί να αντιπαρατεθεί η αντιπαραβολή επιχειρημάτων για φαινόμενα διαφθοράς στις χώρες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, ούτε υποθετικοί ισχυρισμοί για τη φύση του ανθρώπου. Αφενός γιατί οι σοσιαλιστικές κοινωνίες δεν κτίστηκαν από το μηδέν, αλλά πάνω στην δοσμένη κοινωνική εξέλιξη και στη σύγκρουση του παλιού που φεύγει και του νέου που έρχεται, ούτε λειτούργησαν σε ένα άλλο σύμπαν. Αφετέρου, ο άνθρωπος και η συνείδησή του είναι αποτέλεσμα των υλικών συνθηκών που δημιουργεί και που τον περιβάλλουν. Επομένως δεν είναι κάτι στατικό αλλά διαμορφώνεται στον χώρο και στον χρόνο.
Διαφθορά-Κυβερνήσεις-Άτομα
Παρά τα όσα αναπτύσσονται πιο πάνω, δεν πρέπει να συμπεραίνουμε ότι η διαφθορά έχει τις ίδιες εκφράσεις και βρίσκεται στα ίδια επίπεδα, ανεξάρτητα από το νομικό πλαίσιο μιας χώρας ή της κυβέρνησης που βρίσκεται στην εξουσία και των ατόμων που την αποτελούν.
Η αστική τάξη, διαχρονικά, δημιουργεί και τις άμυνές της, αφενός για τη διατήρηση της εξουσίας και του περιορισμού των αδικημένων του καπιταλισμού, αλλά και γιατί και η ίδια ως τάξη και οι κοινωνίες γενικότερα, εξελίσσονται και δημιουργούν νέες συνθήκες, νέους κανόνες, νόμους, νοοτροπίες και ηθικά όρια. Δεν είναι, επομένως, εντελώς άτοπο και άστοχο το να υποδεικνύονται ορισμένες χώρες ή συγκεκριμένες κυβερνήσεις/πολιτικοί/κόμματα ως καλύτερα ή χειρότερα παραδείγματα για την αντιμετώπιση του φαινομένου της διαφθοράς.
Δεν θα μπορούσαμε να έχουμε καλύτερο παράδειγμα για αυτό από την κυβέρνηση Αναστασιάδη-ΔΗΣΥ. Χωρίς να ισχυρίζεται κανείς ότι είναι φαινόμενο που εμφανίστηκε κατά την παρούσα διακυβέρνηση, οι κυβερνώντες έχουν πραγματικά αφήσει τη σφραγίδα τους σε αυτό το ζήτημα. Από πού να το πιάσει κανείς; Από την εμπλοκή του ίδιου του Προέδρου και του στενού του κύκλου σε σωρεία σκανδάλων ή ύποπτων δραστηριοτήτων; Από την απίστευτη και απροκάλυπτη διαπλοκή μεταξύ εκτελεστικής εξουσίας, ΜΜΕ, εκκλησίας και οικονομική ελίτ; Στο ότι ορίζονται επιτροπές να ελέγξουν τους εαυτούς και τους συγγενείς τους; Ή στο ότι όλα αυτά τα έχουν κάνει διαλαλώντας ότι είναι η κυβέρνηση με τους άριστους των αρίστων; Πραγματικά, επιδιώκουν να μας κάνουν να ξεχάσουμε και τα ελληνικά που ξέρουμε.
Έχουμε πειστεί ότι η προσέγγιση της κυβέρνηση και του ΔΗΣΥ στο ζήτημα είναι η ακόλουθη. Έχουν βγει στην επιφάνεια τόσα πολλά και με τέτοια συχνότητα, που αφενός το κάθε νέο βοηθά να ξεχνιέται το προηγούμενο και αφετέρου έχει κανονικοποιηθεί σε τέτοιο βαθμό η εμφάνιση τέτοιων ζητημάτων που και η αντίδραση πλέον είναι χλιαρή. Έχει μπει δηλαδή, τόσο χαμηλά ο πήχης, που φαινόμενα όπου αλλού θα ήταν λόγοι παραίτησης, στην Κύπρο είναι απλά καθημερινή, ο καιρός αίθριος και τα συστημικά ΜΜΕ χαϊδεύουν τον πάτο του βαρελιού.
Κοινωνική οργή: Αλλαγή ή ενσωμάτωση;
Δεν είναι καθόλου σπάνιο, φαινόμενα διαφθοράς να προκαλούν κοινωνική έκρηξη. Ουκ ολίγες φορές, τέτοια φαινόμενα αποτέλεσαν την αφορμή παραίτησης κυβερνήσεων, στελεχών, μετατόπισης του πολιτικού-κομματικού συστήματος κοκ. Η ιστορία βέβαια δείχνει ότι ούτε έχει απαλλαγεί η ανθρωπότητα από τέτοια ζητήματα, ούτε ότι οι –έστω επιμέρους- θετικές καταλήξεις είναι μονόδρομος μέσα από τέτοιες κοινωνικές εκρήξεις.
Σαφώς και δεν υπονοούμε ότι δεν θα πρέπει να υπάρχει αντίδραση και μάλιστα δυναμική όταν βγαίνουν στην επιφάνεια τέτοια ζητήματα. Αντιθέτως, η αντίδραση και η οργή ως θέση αρχής σε τέτοια φαινόμενο αποτελούν θετικό στοιχείο και φανερώνουν τα αντανακλαστικά εκείνου του κομματιού της κοινωνίας, της πλειοψηφίας δηλαδή, που ούτε σχέση έχει με αυτά ούτε τα αποδέχεται και σε αυτά βλέπει μέρος της αδικίας που βιώνει.
Την ίδια ώρα θα πρέπει διαλεκτικά και με –ας μου επιτραπεί ο όρος- επαναστατική ψυχραιμία να βάζουμε τα φαινόμενα αυτά στη σωστή τους διάσταση και να επιλέγουμε συνειδητά, οργανωμένα και στοχευμένα τους τρόπους αντίδρασής μας. Η αυθόρμητη και χωρίς γενικότερο πλαίσιο αντίδραση, παρά τα όποια θετικά μπορεί να επιφέρει κρύβει και αρκετούς κινδύνους στους οποίους θα αναφερθούμε πιο κάτω.
Πρώτα και κύρια, συνοδεύεται συνήθως, από μια απόλυτη και οριζόντια κατακραυγή και ισοπέδωση. Δαιμονοποιεί τα κόμματα και τους πολιτικούς ωσάν να είναι όλα μια όμοια και συμπαγής μάζα. Μια τέτοια προσέγγιση, βλέποντας πέραν από την «ελκυστική» της επιφάνεια, στρέφεται εν τέλει κατά της συλλογικότητας γενικότερα, γιατί μια τέτοια συλλογικότητα και μάλιστα στην ανώτερη της μορφή είναι το πολιτικό κόμμα. Αν θέλουμε να μιλήσουμε και πιο συγκεκριμένα για την εργατική τάξη, που είναι και η άμεσα ενδιαφερόμενη και η πρωτοπόρα δύναμη για την κοινωνική αλλαγή, η δημιουργία επαναστατικών/κομμουνιστικών/εργατικών κομμάτων αποτελεί τη μεγαλύτερή της κατάκτηση. Μια προσέγγιση, επομένως οριζόντιας άρνησης της ύπαρξης και λειτουργίας κομμάτων ή μια λογική επίρριψης ίσων ευθυνών, αποκρύβει και τον ταξικό χαρακτήρα των διαφόρων κομμάτων, των φαινομένων της διαφθοράς αλλά και της κοινωνίας ευρύτερα.
Επιπρόσθετα, στις πλείστες περιπτώσεις οι αυθόρμητες αντιδράσεις, όταν δεν έχουν το σωστό πλαίσιο και στόχευση είναι ξεκάθαρα μονοθεματικές. Η μονοθεματικότητα στην πολιτική είναι άκρως επικίνδυνη. Μέσα από τέτοιες προσεγγίσεις, ακόμα και αν εκφράζονται σωστές θέσεις στο προκείμενο, δημιουργείται πρόσφορο έδαφος εμφάνισης και ενδυνάμωσης πολιτικών και οργανώσεων είτε με πρόσκαιρο και ημιτελή χαρακτήρα, αδύναμων ή/και απρόθυμων να αντιμετωπίσουν συνολικότερα ζητήματα που άπτονται της πολιτικής και της κοινωνίας, είτε ακόμη χειρότερα με σαφή αντιδραστικό χαρακτήρα. Δεν πρέπει να διαφεύγει κανενός, το πόσο επικίνδυνο είναι να διεισδύσουν φασιστικές και άλλες αντιδραστικές δυνάμεις μέσα σε κινήματα μονοθεματικά ή εξειδικευμένου περιεχομένου, φορώντας τον φιλολαϊκό, αντισυστημικό μανδύα και αποκρύπτοντας το πραγματικό αποκρουστικό τους πρόσωπο.
Συνοψίζοντας η όποια αντίδραση, εάν δεν εντάσσεται σε ένα ευρύτερο πολιτικό πλαίσιο και σε μια γενικότερη πολιτική στρατηγική είναι καταδικασμένη είτε να οδηγήσει σε αποτυχία είτε να λειτουργήσει ως βαλβίδα αποσυμπίεσης για το σύστημα, την αστική τάξη και τους πολιτικούς της εκπροσώπους.
Ο ρόλος του λαϊκού κινήματος και της Αριστεράς
Θα ήταν ιδιαίτερα αφελές να ισχυριστεί κανείς ότι η Αριστερά στην Κύπρο έχει παραμείνει αλώβητη όλα αυτά τα χρόνια από τα φαινόμενα της διαφθοράς. Χωρίς να μπορούμε σε αυτό το άρθρο να αναλύσουμε διεξοδικά τους λόγους θα επιχειρήσουμε να δώσουμε και μια ερμηνεία σε αυτό.
Καταρχάς, το ΑΚΕΛ και το Λαϊκό Κίνημα δεν είναι κάτι ξεκομμένο από την υπόλοιπη κοινωνία ούτε είναι υπερφυσικές θεωρητικές έννοιες. Αποτελούνται από ανθρώπους και δρουν μέσα στην κυπριακή κοινωνία. Αναπόφευκτα επηρεάζονται και θα επηρεάζονται από τις δομές, τα φαινόμενα και τα παράγωγα της καπιταλιστικής κοινωνίας και από το επίπεδο της κοινωνικής συνείδησης και πρακτικής. Επιπρόσθετα, ως κόμμα που συμμετείχε σε αστικές κυβερνήσεις και διεκδικεί δυνητικά και δυναμικά κάτι τέτοιο με τη συμμετοχή του στις εκλογικές αναμετρήσεις, με την μαζικότητα και τη δυνατότητα παρέμβασής του σε όλα τα επίπεδα, αποτελεί και πόλο έλξης και ενδεχόμενο μέσο για ορισμένους να διεκδικήσουν πρόσβαση και παρέμβαση για προσωπικό ή άλλο όφελος. Κάτι τέτοιο, δεν μπορεί να το αποκλείσει κανείς ως ενδεχόμενο, όσο το κόμμα διατηρεί τον μαζικοπολιτικό του χαρακτήρα και –σωστά- επιλέγει να μην περιχαρακώνεται, αλλά να παλεύει ως πρωτοπορία του λαϊκού κινήματος για τα μικρά και καθημερινά, για βελτίωση των συνθηκών ζωής και του επιπέδου του λαού μέσα στα πλαίσια που επιτρέπει ο καπιταλισμός αλλά και για την μεγάλη κοινωνική αλλαγή.
Αυτό που μπορούν και οφείλουν να κάνουν οι οργανώσεις του Λαϊκού Κινήματος συλλογικά αλλά και τα στελέχη που τις αποτελούν, είναι να περιφρουρούν συστηματικά και αποφασιστικά τόσο το χαρακτήρα τους όσο και την εφαρμογή των κανόνων λειτουργίας τους. Δεν είναι υπόθεση ούτε μόνο των ηγεσιών ούτε των όποιων «άλλων». Είναι υπόθεση του καθενός που προσβλέπει στις δυνάμεις της Αριστεράς για την κοινωνική αλλαγή. Είναι υπόθεση του καθενός που αντιλαμβάνεται τον εαυτό του ως κομμάτι της συλλογικής σοφίας και δύναμης, της μόνης που μπορεί να μπει εμπροσθοφυλακή στην μεγάλη υπόθεση των αδικημένων και των καταπιεσμένων. Είναι υπόθεση του καθενός που επιλέγει «με τον καιρό να ‘ναι κόντρα» να παραμένει συνεπής στα ολοζώντανα διδάγματα του μαρξισμού-λενινισμού, να επιμένει ότι ο καπιταλισμός δεν είναι το τέλος του δρόμου, να ονειρεύεται και να παλεύει για έναν άλλο κόσμο που είναι και εφικτός και αναγκαίος και επίκαιρος.
Σε αυτόν το μεγάλο αγώνα, τον πολύ μεγαλύτερο και ουσιαστικότερο από τα όποια ζητήματα διαφθοράς που βεβαίως και εξοργίζουν και φυσικά πρέπει να καταπολεμούνται από όποιον και αν διαπράττονται, η Αριστερά είναι αυτή που μπορεί και πρέπει να ηγηθεί. Έχει ιστορικό καθήκον να το κάνει και έχουμε, όσοι την αποτελούμε και την πιστεύουμε, ιστορική αποστολή να φροντίσουμε να το κάνει. Καθαρά, σοβαρά, αληθινά, μέχρι τη νίκη.
•Χρυσόστομος Μωυσέως
Μέλος Συντακτικής Επιτροπής «Ν»