Ο Πάμπλο Νερούδα, φιλολογικό ψευδώνυμο του Νεφταλί Ρικάρντο Ρέγιες Μπασοάλτο, ο οποίος ήταν Χιλιανός συγγραφέας και ποιητής. Θεωρείται ο σημαντικότερος ποιητής του 20ού αιώνα στη Λατινική Αμερική. Του απονεμήθηκε το 1971 το Νόμπελ Λογοτεχνίας, γεγονός που προκάλεσε αντιδράσεις λόγω της πολιτικής του δραστηριότητας.
Γεννήθηκε στις 12 Ιουλίου του 1904, στην πόλη Παράλ της Χιλής. Ξεκίνησε να γράφει ποίηση σε ηλικία 10 ετών, αλλά ο πατέρας του τον αποθάρρυνε κι έτσι άρχισε να υπογράφει τα έργα του το 1946 με το ψευδώνυμο Πάμπλο Νερούντα, υιοθετώντας το επώνυμο του γνωστού Τσέχου συγγραφέα και ποιητή Γιαν Νερούντα. Το 1921 μετακόμισε στην πρωτεύουσα, Σαντιάγο, για να σπουδάσει Γαλλική Φιλολογία. Κατά το διάστημα των σπουδών του, εξέδωσε δυο ποιητικές συλλογές: «Crepusculario (1923) και Veinte poemas de amor y una cancion desesperada» (Είκοσι ερωτικά ποιήματα και ένα απελπισμένο άσμα, 1924), συλλογή για την οποία έγινε περισσότερο γνωστός. Διαπιστώνοντας ότι τα έσοδά του από τα εκδιδόμενα έργα του δεν του αρκούσαν, αποφάσισε να μπει στο Διπλωματικό Σώμα, κάνοντας έτσι πολυάριθμα ταξίδια ανά τον κόσμο από το 1927 ως το 1935, ως πρόξενος στη Βιρμανία, στην Κεϋλάνη, στην Ιάβα, στη Σιγκαπούρη, στο Μπουένος Άιρες, στη Βαρκελώνη και τη Μαδρίτη.
Η εμπειρία του από τις άθλιες συνθήκες επιβίωσης των ανθρώπων στην Ασία, τα καταπιεστικά καθεστώτα και η φιλία του με το Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα τον οδήγησαν ακόμη πιο κοντά στον κομμουνισμό. Τα έργα του άρχισαν να γίνονται πιο πολιτικοποιημένα, με αποκορύφωμα το Canto General (1972), το οποίο έχει μελοποιηθεί από το συνθέτη Μίκη Θεοδωράκη. «Είναι ένα ζωντανό ημερολόγιο που περιγράφει ένα βιασμό, κατ' εξακολούθηση, με τα ίδια θύματα και τους ίδιους θύτες(...). Ενα επίκαιρα πολιτικό, διεθνιστικό έργο - καταγγελία για τους κρατούντες, οι οποίοι το αποφεύγουν όπως ο Διάβολος το λιβάνι», χαρακτηρίστηκε από τον ίδιο το Θεοδωράκη. Όταν ο Πρόεδρος Γκονζάλες Βιντέλα απαγόρευσε τον κομουνισμό στη Χιλή, βγήκε ένταλμα σύλληψης εις βάρος του. Για τέσσερις μήνες κρυβόταν στο υπόγειο κατοικίας στην πόλη Βαλπαραΐσο, αλλά κατάφερε να διαφύγει στην Αργεντινή και από εκεί στην Ευρώπη, όπου έζησε εξόριστος από το 1948 ως το 1952.
Κατά την εξορία του, γνώρισε και ανέπτυξε ερωτική σχέση με τη Χιλιανή τραγουδίστρια Ματίλντε Ουρούτια, η οποία αποτέλεσε τη "μούσα" του για τα έργα του. Μετά το τέλος της δικτατορίας επέστρεψε στη Χιλή, αφού είχε γίνει πλέον διάσημος παγκοσμίως από τα ποιήματά του.
Το 1971, του απονεμήθηκε το Νόμπελ Λογοτεχνίας, το οποίο παρέλαβε όντας άρρωστος από καρκίνο. Βοήθησε τον Σαλβαντόρ Αλιέντε στην προεκλογική του εκστρατεία, αλλά στις 11 Σεπτεμβρίου, τα τανκς του αμερικανοκίνητου Πινοσέτ βομβαρδίζουν την κατοικία του εκλεγμένου Προέδρου της «Λαϊκής Ενότητας», Σαλβαδόρ Αλιέντε, και τον δολοφονούν εν ψυχρώ. Τα γεγονότα επιδεινώνουν την υγεία του Νερούδα, ο οποίος στις 14 Σεπτεμβρίου, στο σπίτι του, στην Ισλα Νέγκρα, γράφει στα «γρήγορα», όπως σημειώνει ο ίδιος, τις τελευταίες 4-5 σελίδες του βιβλίου του «Η ζωή μου (Απομνημονεύματα)» και τις τιτλοφορεί «Αλιέντε». Ο Νερούδα, σε κατ' οίκον περιορισμό, στερούμενος και την ιατρική περίθαλψη, πεθαίνει στις 23 Σεπτεμβρίου. Ο χιλιάνικος λαός, αν και δολοφονείται καθημερινά, συνοδεύει στην τελευταία κατοικία του τον ποιητή του. Ο Πινοσέτ απαγόρευσε να γίνει δημόσιο γεγονός η κηδεία του Νερούντα, ωστόσο το πλήθος αψήφησε τη φρουρά και κατέκλυσε τους δρόμους, μετατρέποντας την κηδεία στην πρώτη δημόσια διαμαρτυρία ενάντια στη στρατιωτική δικτατορία της Χιλής. Το στρατιωτικό καθεστώς μέχρι το 1990 είχε απαγορεύσει τα έργα του ποιητή.
Οι νεκροί της πλατείας
Τούτοι δω εφέρανε τουφέκια γεμάτα μπαρούτι
τούτοι δω διατάξανε τη στυγερή εξόντωση
τούτοι δω συναντήσανε το λαό να τραγουδάει ενωμένος.
Και το λιγνό κορίτσι έπεσε με την σημαία του
και το αγόρι κύλησε χαμογελώντας λαβωμένο
λαβωμένο στο πλευρό της
λαβωμένο στο πλευρό της.
Του προδότη που προχώρησε ως ετούτο το έγκλημα ζητώ την τιμωρία.
Εκείνου που 'δωκε το σύνθημα του θάνατου ζητώ την τιμωρία.
Εκείνων που προστατέψανε αυτό το έγκλημα ζητώ την τιμωρία.
Εκείνων που προστατέψανε αυτό το έγκλημα ζητώ την τιμωρία.
Δε θέλω να μου δίνουνε το χέρι, το μουλιασμένο από το δικό μας αίμα
Του προδότη που προχώρησε ως ετούτο το έγκλημα ζητώ την τιμωρία.
Εκείνου που 'δωκε το σύνθημα του θάνατου ζητώ την τιμωρία.
Εκείνων που προστατέψανε αυτό το έγκλημα ζητώ την τιμωρία.
Εκείνων που προστατέψανε αυτό το έγκλημα ζητώ την τιμωρία.
Δεν τους θέλω για πρεσβευτές, ουτε ήσυχους μέσα στα σπίτια τους
Θέλω να τους δω να δικάζονται
Σε τούτη την πλατεία, σε τούτο δω το μέρος
Σε τούτη την πλατεία, σε τούτο δω το μέρος.
Του προδότη που προχώρησε ως ετούτο το έγκλημα ζητώ την τιμωρία.
Το ποίημά «Οι νεκροί της πλατείας», το οποίο ανήκει στη συλλογή Canto General είναι χαρακτηριστικό της αγανάκτησης του χιλιανού λαού για τους προδότες του πραξικοπήματος. Ένα ποίημα με, σαφώς, διαχρονική αξία και στα «μέτρα της δικής μας πραγματικότητας». Χαρακτηριστική είναι η περίοδος που μεταφράστηκε από τη Δανάη Στρατηγόπουλου, μελοποιήθηκε από το Χρήστο Λεοντή και τραγουδήθηκε από το Νίκο Ξυλούρη (1976), στέλλοντας το μήνυμα της τιμωρίας όλων όσοι συνεργάστηκαν με τη Χούντα στην Ελλάδα. Κάθε άλλο παρά «αταίριαστο» μπορεί να θεωρηθεί και στην περίπτωση της Κύπρου, αφού οι υπεύθυνοι της «προδοσίας», του δίδυμου εγκλήματος, του Ιουλίου του 1974, όχι μόνο μένουν 36 χρόνια μετά ατιμώρητοι, αλλά αποποιούνται την όποια ευθύνη και ανελίσσονται σε κρατικά αξιώματα. Αξιώματα μιας δημοκρατίας, την οποία οι ίδιοι λίγα χρόνια πριν κατέλυσαν. Ο λαός όμως της Κύπρου δεν ξεχνά...
Μαίρη Αντωνίου
Μέλος ΚΣ ΕΔΟΝ