Η Εκλογίκευση του Συστήματος σε Κοινωνίες με Άλυτες Συγκρούσεις.

Η Κύπρος είναι μια βαθιά διαιρεμένη κοινωνία. Ο ορισμός αυτός χαρακτηρίζει τοποθεσίες που παρουσιάζουν αδυναμία επίλυσης του διχασμού και λήψης κοινών αποφάσεων κρατώντας την περιοχή διχασμένη -ενέχεται να συμπεριλαμβάνονται και απειλές βίας (Guelke, 2012). Υπάρχει μακρά ιστορία σύγκρουσης μεταξύ Ελληνοκυπρίων (Ε/Κ) και Τουρκοκυπρίων (Τ/Κ), λόγω της παρέμβασης των ‘μητέρων’ πατρίδων Ελλάδας και Τουρκίας αντίστοιχα -και για κάποιους κοινωνικοπολιτικούς λόγους η Τουρκία εισέβαλε στο νησί και το μοίρασε. Το άνοιγμα των σημείων ελέγχου το 2003 έδωσε την ευκαιρία σε Ε/Κ και Τ/Κ να έρθουν πιο κοντά, να αυξήσουν τις δι-ομαδικές επαφές μεταξύ τους (Till et al., 2013) και ταυτόχρονα οι ερευνητές είχαν την ευκαιρία να εξετάσουν σε βάθος αυτές τις διακοινοτικές σχέσεις. Από πολιτική άποψη, οι ηγέτες και των δύο κοινοτήτων από το 1975 προσπαθούν να λύσουν το Κυπριακό με όρους διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας (Renard, 2019).

Ως βαθιά διχασμένη κοινωνία, η Κύπρος χωρίζεται όχι μόνο από τα σύνορα, αλλά ο διαχωρισμός είναι εμφανής σε όλες τις πολιτισμικές πτυχές. Και οι δύο κοινότητες μοιράζονται τρεις κύριες θέσεις ταυτότητας. Περίπου, το ένα τρίτο του πληθυσμού και στις δύο κοινότητες έχει θέσεις συμφιλίωσης με υψηλά επίπεδα επαφής, εμπιστοσύνης και χαμηλά επίπεδα απειλής, το άλλο ένα τρίτο έχει κοινοτική θέση με χαμηλότερα επίπεδα εμπιστοσύνης και επαφής και υψηλά επίπεδα απειλής και ένα άλλο τρίτο έχει εθνο-εθνικιστική θέση με υψηλά επίπεδα απειλής και χαμηλά επίπεδα εμπιστοσύνης και επαφής (Ψάλτης, 2011; Ψάλτης, 2016).

Οι προαναφερθείσες ιδεολογικές θέσεις μεταδίδονται μέσω του εκπαιδευτικού πλαισίου. Η εκπαίδευση είναι μια από τις πιο κρίσιμες πτυχές μιας σύγχρονης δημοκρατίας. Η ιστορία στο εκπαιδευτικό σύστημα παρουσιάζει δύο αντιφατικές αφηγήσεις και στις δύο κοινότητες. Στην Ε/Κ κοινότητα η ιστορική αφήγηση ξεκινά το 1974 με την τουρκική εισβολή. Οι Ε/Κ μαθητές προσαρμόζουν την προοπτική της μονόπλευρης θυματοποίησης κατηγορώντας την Τουρκία για την εισβολή (Μακρυγιάννη & Ψάλτης, 2007) και τα ΜΜΕ ακολουθούν την ίδια τάση παρουσιάζοντας εθνικιστικές κοινωνικές αναπαραστάσεις (Αβρααμίδου, Ψάλτης, 2019). Επίσης, επικρατεί άποψη της επανένωσης του νησιού με αποχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων. Στην Τουρκοκυπριακή κοινότητα κυριαρχεί το αφήγημα των δύο ξεχωριστών κρατών, καθώς η συμβίωση με τους Ε/Κ υπήρξε καταπιεστική και κυριαρχική εναντίων τους με την τουρκική εισβολή να αποτελεί ειρηνική επιχείρηση που τους έσωσε από τους Ε/Κ.

Η Θεωρία Δικαιολόγησης Συστήματος (SJT) έχει προταθεί από τους Jost και Banaji (1994) και αναφέρεται στην απόδοση του ατόμου για το σύστημα ως δίκαιη, ακόμη και αν δεν είναι. Η θεωρία δημιουργήθηκε λαμβάνοντας υπόψη τη δικαιολόγηση του εγώ (Lippmann, 1922; Katz & Braly, 1935; Adorno, Frenkel-Brunswik, Levinson, & Sanford, 1950) η οποία είναι η αιτιολόγηση των στάσεων και των συμπεριφορών του εαυτού και της ομαδικής δικαιολόγησης (Hogg & Abrams, 1988; Huici , 1984· Tajfel, 198la,b) που είναι η αιτιολόγηση ομαδικών στάσεων και συμπεριφορών. Γενικά, η θεωρία προέρχεται από τις αναλύσεις του Μαρξ για την κοινωνία όταν αναφερόταν στο σύστημα και την ανισότητα (Godfrey & Wolf, 2016).

Συνεπώς, η εκλογίκευση της άλυτής σύγκρουσης στην Κύπρο φέρνει στο προσκήνιο κοινωνικοπολιτικούς παράγοντες που συντηρούν αυτό το κλίμα.  Τόσο η ελληνοκυπριακή, όσο και η τουρκοκυπριακή κοινότητα, ζώντας σε δύο περιοχές μοιρασμένες δικαιολογούν ένα στάτους κβο διαφθοράς και μη δημοκρατικότητας εστιάζοντας και τονίζοντας τη σύγκρουση με τη Τουρκία και όχι στην ομαλή λειτουργία ενός ευρωπαϊκού κράτους. Η ενσωμάτωση μιας κουλτούρας θυματοποίησης όσον αφορά ένα «εξωτερικό εχθρό» επιτάχυνε την εδραίωση σε ολόκληρη την κοινωνία μια θυματοποιήσης σε εσωτερικά προβλήματα συντηρώντας ένα φαύλο κύκλο «ανικανότητας» για αντίδραση.

Ακολουθώντας αυτό το ρεύμα σκέψης, η βιβλιογραφία στην Κύπρο έδωσε μεγαλύτερη έμφαση σε άμεσους (βλ. Yucel & Psaltis, 2019) και έμμεσους (βλ. Husnu & Crisp, 2010) τύπους δια-ομαδικής επαφής και στην ανάλυση ιστορικών αφηγήσεων και από τις δύο κοινότητες (βλ. Μακρυγιάννη & Ψάλτης 2007). Επίσης, η έρευνα στην Κύπρο έχει δώσει κριτικά το κοινωνικοπολιτικό προφίλ των ανθρώπων και από τις δύο κοινότητες και τις πεποιθήσεις μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων (Ψάλτης, 2016).

Ως εκ τούτου, λείπουν ορισμένες σημαντικές έρευνες σχετικά με την ανάλυση αυτών των ιδεολογιών και το πως ιστορικά έχουν προσαρμοστεί στο κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο της Κύπρου. Με λίγα λόγια, το κυπριακό πλαίσιο έχει τις δικές του ιδιαιτερότητες και μια πιο συστημική εξέταση του Κυπριακού θα μπορούσε να εισαγάγει νέους δρόμους στους θεωρητικούς αναλυτές, αλλά και δείξει στους Κύπριους τη δύναμη της δικαιολόγησης εσωτερικών προβλημάτων λειτουργίας του κράτους.

 

Αντρέας Μιχαήλ, MSc

---------------------------------

Διδακτορικός Φοιτητής Ψυχολογίας

Ερευνητικός Βοηθός, Εργαστήριο Γενετικής Κοινωνικής Ψυχολογίας

Τμήμα Ψυχολογίας

Πανεπιστήμιο Κύπρο 

© 2024 EDON. All Rights Reserved.