Του Χρυσόστομου Μωυσέως
Μέλος Μορφωτικού Γραφείου Κ.Σ. ΕΔΟΝ
Αφορμή για την παρέμβασή μας αυτή υπήρξε η μεγάλη, και πάλι, συζήτηση με το πέρας των ευρωεκλογών του περασμένου Μαΐου για το μέγεθος αλλά και τα μηνύματα της αποχής, αλλά και των εκλογικών αποτελεσμάτων. Σκοπός του άρθρου αυτού δεν είναι να ασχοληθεί με τη συγκεκριμένη εκλογική συγκυρία και τον απόηχό της, αλλά να εξετάσει συνολικότερα το ζήτημα των εκλογών, τη σημασία που αυτές (πρέπει να) έχουν για την Αριστερά και την εργατική τάξη ευρύτερα, τις δυνατότητες και τα όρια που υπάρχουν.
Δημοκρατία γενικά ή αστική δημοκρατία
Καθόλου τυχαίο δεν είναι το γεγονός ότι έχει επικρατήσει στο δημόσιο διάλογο η ταύτιση της έννοιας της Δημοκρατίας με την αστική δημοκρατία. Η Δημοκρατία είναι έννοια που προέρχεται από την αρχαιότητα, αναφέρεται σε πολίτευμα, στην ουσία όμως οι αρχές της βρίσκονται στην λαϊκή κυριαρχία, δηλαδή η εξουσία να πηγάζει, να ασκείται από τον λαό και για τα συμφέροντα του λαού. Πλάι σε αυτήν την βασική αρχή έχουν προστεθεί με το πέρασμα των αιώνων αρχές όπως ο σεβασμός της διαφορετικότητας, η ελευθερία του λόγου, το καθολικό εκλογικό δικαίωμα κοκ. Διαφορετικό πράγμα είναι λοιπόν η Δημοκρατία ως αρχή και ως έννοια και διαφορετική ως πολίτευμα. Αυτό εξηγείται κυρίως από το γεγονός ότι υπάρχουν διαφορετικά πολιτικά συστήματα που (αυτό)χαρακτηρίζονται δημοκρατίες.
Στην δική μας αντίληψη ο βασικός διαχωρισμός έχει να κάνει με δύο διαφορετικού τύπου δημοκρατίες: Την αστική (καπιταλιστική) και την εργατική (σοσιαλιστική). Όροι που συναντιούνται και ως δικτατορία της αστικής τάξης και δικτατορία του προλεταριάτου. Αυτοί είναι οι βασικοί τύποι δημοκρατίας, καθώς αυτοί αντανακλούν την άσκηση εξουσίας, οικονομικής και πολιτικής, από τις δύο βασικές αντιμαχόμενες τάξεις σε αυτήν την ιστορική φάση της κοινωνικής εξέλιξης. Το κράτος, άρα και το πολιτικό σύστημα, ορίζεται ως το εποικοδόμημα της οικονομικής βάσης που χαρακτηρίζει τη λειτουργία μιας κοινωνίας. Το καθοριστικό δηλαδή είναι οι παραγωγικές σχέσεις και η ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής. Το πολιτικό εποικοδόμημα που είναι το κράτος διασφαλίζει τη λειτουργία, τους νόμους και την αναπαραγωγή των παραγωγικών σχέσεων. Επομένως, σε συνθήκες καπιταλισμού η δημοκρατία ως πολίτευμα είναι η αστική δημοκρατία, που έχει πάρει ιστορικά διάφορες μορφές. Άλλοτε με μεγαλύτερο πεδίο διεκδικήσεων και δικαιωμάτων για την εργατική τάξη και μεγαλύτερες υποχωρήσεις, άλλοτε με πολύ αυστηρότερο πλαίσιο φτάνοντας μέχρι και την διολίσθηση σε φασιστικού τύπου δικτατορίες. Σε κάθε περίπτωση, είτε το καθεστώς ονομάζεται δημοκρατικό είτε δικτατορικό, από τη στιγμή που υπάρχει κράτος υπάρχει και το στοιχείο της επιβολής, υπάρχουν οι περιορισμοί, υπάρχει στον ένα ή στον άλλο βαθμό καταστολή. Η βασική διαφορά, στη δική μας αντίληψη, της εργατικής-σοσιαλιστικής δημοκρατίας σε σχέση με την αστική, είναι ότι δημιουργεί τις συνθήκες και τις προϋποθέσεις, με την επικράτηση των σοσιαλιστικών-κομμουνιστικών σχέσεων παραγωγής για σταδιακή απονέκρωση του κράτους, επομένως και επικράτησης της πραγματικής ελευθερίας και δημοκρατίας.
Αστική Δημοκρατία / Δικτατορικά καθεστώτα στον καπιταλισμό. Είναι το ίδιο πράγμα;
Κατά καιρούς εμφανίζεται ένα επιχείρημα που, λαμβάνοντας υπόψη την πιο πάνω ανάλυση, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ένα πολιτικό σύστημα είτε εμφανίζεται ως δικτατορία ανοικτού φασιστικού τύπου είτε ως κοινοβουλευτική αντιπροσωπευτική δημοκρατία, εφόσον εξασφαλίζουν την διαιώνιση του καπιταλισμού είναι το ίδιο πράγμα. Σαφέστατα, δεν υιοθετούμε τέτοιες αντιλήψεις. Οφείλουμε να αναγνωρίζουμε τις διάφορες μορφές εξουσίας της αστικής τάξης, να αναλύουμε τον τρόπο με τον οποίο την βοηθούν να διατηρεί την κυριαρχία της και την εκμετάλλευση της εργατικής τάξης, την ίδια ώρα όμως οφείλουμε να κάνουμε και τις απαραίτητες διακρίσεις. Η ανθρωπότητα έχει βιώσει τον φασισμό και την φρίκη του. Οι λαοί μας έχουν ζήσει κάτω από απάνθρωπα δικτατορικά καθεστώτα. Οφείλουμε να μην ξεχνούμε, οφείλουμε και να μην υποτιμούμε όσοι δεν τα ζήσαμε. Εξάλλου οι αναλύσεις και οι τοποθετήσεις όσων πολιτεύονται από την σκοπιά της εργατικής τάξης θα πρέπει να απαντούν και στο ερώτημα. Σε όλες τις περιπτώσεις είναι η ίδια η θέση, οι ίδιοι οι συσχετισμοί και οι ίδιες οι δυνατότητες της εργατικής τάξης; Εάν η απάντηση είναι καταφατική, θεωρούμε ότι παραγνωρίζει όλους τους αγώνες που έδωσε η εργατική τάξη για βελτίωση της θέσης της και αγνοεί βασικότατα στοιχεία της μαρξιστικής κοσμοθεωρίας.
Δημοκρατία και εκλογές
Οι εκλογές είναι χαρακτηριστικό στοιχείο όλων των πολιτικών συστημάτων που προσδιορίζονται ως δημοκρατίες. Από τις εκλογές αντλούν την νομιμότητα και την νομιμοποίησή τους οι εκλογικοί/κοινοβουλευτικοί αντιπρόσωποι και οι κυβερνήσεις. Κρατώντας αυτό ως γενικό στοιχείο θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ένα σημαντικό ζήτημα. Όπου διεξάγονται εκλογές δεν υπάρχει αυτόματα Δημοκρατία. Όπως έχουμε πει πιο πάνω η Δημοκρατία ως έννοια είναι πολύ πιο πλατιά από το απλό δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθε. Πέραν αυτού, υπάρχουν τόσο ιστορικά όσο και σήμερα περιπτώσεις όπου οι εκλογές χρησιμοποιούνται ως επίφαση δημοκρατίας σε απολυταρχικά/αυταρχικά καθεστώτα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα οι εκλογές του 1973 επί Χούντας στην Ελλάδα. Επομένως η Δημοκρατία δεν έχει να κάνει μόνο με τη διενέργεια εκλογών, αλλά και τα πλαίσια μέσα στα οποία γίνονται, τα όρια, τις απαγορεύσεις, την διαπλοκή οικονομικών συμφερόντων, τη λογοδοσία και των έλεγχο των εκλεγμένων, το διακύβευμα (για τι ψηφίζουμε δηλαδή) και άλλους πολλούς παράγοντες. Οφείλουμε όμως να έχουμε ξεκάθαρο ότι το δικαίωμα ψήφου δεν ήταν πάντα κάτι αυτονόητο. Είναι δημοκρατικό δικαίωμα, το οποίο κερδήθηκε με αγώνες και θυσίες, κάτι που δυστυχώς αγνοούν και περιφρονούν αρκετοί. Αντίστοιχα, η απουσία εκλογών είναι χαρακτηριστικό στοιχείο αντιδημοκρατικών καθεστώτων, χωρίς να είναι και το μόνο.
Συμμετοχή ή αποχή
Είναι σαφές από τις προηγούμενες αναφορές μας ότι βρίσκονται μακριά από μας οι αντιλήψεις που αμφισβητούν τη σημασία του δικαιώματος ψήφου αλλά και των εκλογών γενικότερα. Για αυτό και μας βρίσκει σταθερά αντίθετους η λογική της αποχής. Αντιλαμβανόμαστε ότι υπάρχουν πολλοί παράγοντες που μπορεί να οδηγούν στην αποχή από μια εκλογική διαδικασία. Σίγουρα παίζει ρόλο η απογοήτευση αλλά και οι συνθήκες ζωής των εργαζομένων που δεν βλέπουν διέξοδο. Θα πρέπει ωστόσο να σταθούμε αποφασιστικά απέναντι στο θετικό πρόσημο που προσδίδεται σε όσους «γυρίζουν την πλάτη στο σύστημα» με αυτόν τον τρόπο. Για μας είτε συνειδητά είτε για άλλους λόγους επιλέγει κάποιος να απέχει, επιλέγει τον εύκολο δρόμο. Αυτή η κατηγορία είναι που συνήθως χαρακτηρίζει «αρνιά» όσους ψηφίζουν, χωρίς να αναλογιστεί πόσο ενοχλεί η δική της αποχή, ή πόσο δική της είναι η άποψη που σχημάτισε και πόσο ανατρεπτική η στάση που τηρεί. Είναι αυτή η στάση που αφομοιώνει τον ατομισμό και την μοιρολατρία που προάγει το σύστημα, που αμφισβητεί τη σημασία της συλλογικότητας και της οργανωμένης πάλης ευρύτερα. Όπου και όπως και αν καταγράφηκε η αποχή δεν δημιούργησε τις προϋποθέσεις αλλαγής προς όφελος της νεολαίας και των εργαζομένων.
Είναι σημαντικό, λοιπόν, η εργατική τάξη να συμμετέχει στις εκλογικές διαδικασίες. Ακόμα πιο σημαντικό είναι να αντιλαμβάνεται τη συμμετοχή της αυτή ως ακόμα ένα σταθμό της πάλης της, ως ακόμα ένα βήμα να βελτιώσει την θέση της, δυναμώνοντας το κόμμα της, που είναι σε κάθε περίπτωση η φωνή και η ανώτερη μορφή οργάνωσης και πολιτικής της αυτοτέλειας. Κάτι βέβαια που όπως έχει αποδειχθεί και ιστορικά είναι σχεδόν αδύνατο να συμβεί στην ολότητά του σε συνθήκες καπιταλισμού και είναι αρκετά σύνθετο. Μπορεί οι εκλογές να λέγεται ότι αποτυπώνουν τη στιγμή αλλά θα πρέπει να λαμβάνουμε υπόψη και μέσα σε ποιες συνθήκες καταγράφεται. Το βασικότερο στοιχείο είναι το γεγονός ότι η εξουσία, πολιτική και οικονομική, ασκείται από την αστική τάξη και η δική της ιδεολογία είναι η κυρίαρχη. Παραθέτουμε ενδεικτικά απόσπασμα από τον Φ. Ένγκελς: «Η ιδιοκτήτρια τάξη (σημ. στην αστική δημοκρατία) κυριαρχεί άμεσα μέσω του γενικού δικαιώματος ψήφου. Όσο η καταπιεζόμενη τάξη {…} το προλεταριάτο δεν είναι ακόμα ώριμο για την απελευθέρωσή του, θα αναγνωρίζει στην πλειοψηφία του το κοινωνικό καθεστώς που υπάρχει σαν το μόνο δυνατό, και πολιτικά θα είναι ουρά της τάξης των καπιταλιστών.» Πέρα, λοιπόν, από το όποιο συγκεκριμένο εκλογικό και πολιτικό διακύβευμα, υπάρχει και αυτό το ειδικό βάρος σε κάθε εκλογική διαδικασία. Το ότι αποτυπώνει το επίπεδο συνείδησης της εργατικής τάξης και αντίστοιχα τη δυνατότητα του κόμματος της εργατικής τάξης να επιδρά πάνω στις μάζες.
Κόντρα στη λογική της αποχής – Κόντρα στη λογική της ανάθεσης
Η Αριστερά οφείλει να βλέπει το ζήτημα των εκλογών όπως και όλα τα ζητήματα της πολιτικής της δράσης διαλεκτικά. Σε αυτό το πλαίσιο, οφείλει διαρκώς να επεξηγεί τη σημασία των εκλογών και των δημοκρατικών διαδικασιών, την σημασία και τους αγώνες πίσω από το δικαίωμα ψήφου αλλά και τον κίνδυνο και την εμπειρία από την κατάργησή του. Οφείλει να αφουγκράζεται και να ακούει όσους επιλέγουν να απέχουν από τις εκλογικές διαδικασίες, αλλά οφείλει την ίδια ώρα να είναι αυστηρό και να θέτει τον καθένα προ των ευθυνών του. Οφείλει να δείχνει τα αδιέξοδα της αποχής, που ανάμεσα σε άλλα συμβάλλει και στην ενδυνάμωση φασιστικών πολιτικών σχηματισμών. Κυρίως οφείλει να προβληματιστεί και να αντιδράσει απέναντι στη συνολικότερη αποχή ανθρώπων της εργατικής τάξης από την καθημερινή πάλη. Εκεί είναι που τελικά κρίνεται και η όποια «συμμετοχή». Δεν παλεύουμε για να σηκωθεί ο καταπιεσμένος από τον καναπέ του κάθε που καλείται να ψηφίσει. Δεν παλεύουμε για να πάει να «ψωνίσει» από τα εκλογικά μαγαζιά το καλύτερο «προϊόν». Δεν παλεύουμε για να διαλέξει μεσσία, δεν παλεύουμε για να επιλέξει ποιος και με ποιον τρόπο θα διαχειριστεί την φτώχεια του, ποιος και με ποιον τρόπο θα ρυθμίσει την εκμετάλλευση στην οποία υποβάλλεται. Παλεύουμε για να είναι η συμμετοχή στην κάλπη άλλη μια μάχη. Μια μάχη που (θα) δίνουμε μαζί με όλες τις άλλες, όσοι/ες πιστεύουμε στην συλλογική οργάνωση, δύναμη και σοφία, όσοι/ες δεν βολευόμαστε με την υπάρχουσα κατάσταση, όσοι/ες δεν συμβιβαζόμαστε με την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο.
Έχουμε ιστορικό καθήκον όσοι/ες τασσόμαστε με το δίκιο του ανθρώπου. Αυτό το ιστορικό καθήκον οφείλουμε να υπηρετούμε από όποιο μετερίζι κι αν βρεθούμε, σε όποια συγκυρία κι αν αυτό αναμετριέται.
Άρθρο που κυκλοφόρησε στη "Ν" Ιουλίου