Ο χαρακτήρας της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν διαφέρει ουσιαστικά από τα υπόλοιπα ιμπεριαλιστικά κέντρα, παρά τις όποιες ιδιαιτερότητες ενυπάρχουν. Αυτός καθορίζεται, τόσο από την Ιδρυτική και τις άλλες της Συνθήκες με κορωνίδα τη συνταγματική Συνθήκη της Λισσαβόνας (επαναφορά του λεγόμενου Ευρωσυντάγματος), όσο και από την πολιτική της έναντι των εργαζομένων και των λαών. Οι ιδιαιτερότητες έχουν να κάνουν κύρια με εσωτερικούς ανταγωνισμούς των κρατών μελών αλλά και τις παραδόσεις των ευρωπαϊκών λαών, όπου υπάρχει αναπτυγμένο δημοκρατικό κίνημα και μια πολιτική κουλτούρα βγαλμένη μέσα από μακροχρόνιους πολιτικούς, κοινωνικούς και ταξικούς αγώνες.
Την ίδια στιγμή, όμως, οι στόχοι και οι επιδιώξεις του μεγάλου πολυεθνικού κεφαλαίου και των μονοπωλίων στις μεγάλες Ευρωπαϊκές δυνάμεις, μέλη της Ε.Ε., παραμένουν αναλλοίωτες και έχουν υιοθετηθεί ως επίσημη κρατική πολιτική σχεδόν σε όλα τα κράτη μέλη και -βεβαίως- από την ίδια την Ε.Ε. μέσω της Συνθήκης της Λισσαβώνας. Η Συνθήκη στοχοποιεί τους εργαζόμενους και το κοινωνικό κράτος, περιορίζει τα πολιτικά δικαιώματα και ελευθερίες, και συνδέει την εξωτερική πολιτική της Ένωσης με τους στόχους του ΝΑΤΟ μέσω της Ευρωπαϊκής Στρατηγικής Ασφάλειας, με στόχο τον στρατιωτικοπολιτικό έλεγχο.
Η Ε.Ε., ως μια προωθημένη μορφή καπιταλιστικής οικονομικής και πολιτικής ολοκλήρωσης, έχει υιοθετήσει πλήρως το νεοφιλελεύθερο μοντέλο ανάπτυξης, ενώ 23 από τα 27 κράτη μέλη της συμμετέχουν στο ΝΑΤΟ. Η εφαρμογή της Στρατηγικής της Λισσαβόνας που αποτελούσε την πυξίδα της Ε.Ε. για αντιλαϊκή δράση και επέκταση του κερδοφόρου κεφαλαίου μέχρι το 2010, όχι μόνο δεν έφερε τα αποτελέσματα που διατεινόταν, αντιθέτως συνέβαλε στο ξέσπασμα της κρίσης και εμβάθυνε τις συνέπειές της. Στην ίδια λογική κινείται και η Στρατηγική Ευρώπη 2020 που, από τις 3 Μαρτίου 2010, αποτελεί τον συνεχιστή της Στρατηγικής της Λισσαβόνας.
Περαιτέρω, η πρόσφατη στάση της Ε.Ε. στην κρίση στη Λιβύη, στη Συρία και γενικότερα στις εξελίξεις στις χώρες της Μέσης Ανατολής, αλλά και η προγενέστερη στάση της στα Βαλκάνια, η παράνομη επέμβαση στην Γιουγκοσλαβία, η εξώθηση του Μαυροβουνίου σε απόσχιση και η λεγόμενη ανεξαρτητοποίηση του Κοσσόβου, οι απαράδεχτες παρεμβάσεις στα εσωτερικά χωρών της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, όπως στην Ουκρανία και τη Γεωργία, οι «προληπτικές» στρατιωτικές αποστολές σε Κόσσοβο, Κονγκό, Σκόπια, Αφρική κ.α. δεν αφήνουν περιθώρια για διαφορετική αντιμετώπισή της, παρά ως ένα άλλο ισχυρό κέντρο του ιμπεριαλισμού.
Τυχόν διάσταση απόψεων ανάμεσα σε ηγέτιδες χώρες της Ε.Ε. ή της ίδιας της Ε.Ε. με τις ΗΠΑ πρέπει να αποδίδονται -κυρίως- στις ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις και ανταγωνισμούς. Ενδοϊμπεριαλιστικοι ανταγωνισμοί εξελίσσονται σε όλα τα επίπεδα και αφορούν όχι μόνο στα προαναφερθέντα κράτη αλλά και άλλα κράτη, ή ομάδες κρατών ή και διεθνή μονοπώλια.
Μέσα σε αυτά τα πλαίσια, η Ευρωπαϊκή Ένωση επιζητεί τα τελευταία χρόνια να διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση του παγκόσμιου συστήματος κυριαρχίας, προχωρώντας στη δημιουργία των απαραίτητων θεσμών και μηχανισμών για την ανάπτυξη αυτού του ρόλου, όπως είναι η συγκρότηση του ευρωπαϊκού στρατού για τη διαχείριση κρίσεων με δυνατότητα δράσης και εκτός συνόρων, η δημιουργία του κινητού αστυνομικού σώματος καταστολής, η ψήφιση της Συνθήκης της Λισσαβόνας και η προσπάθεια δημιουργίας μιας Ευρώπης φρουρίου.
Την ίδια στιγμή, όλες αυτές οι εξελίξεις πραγματοποιούνται σε βάρος των λαών της Ευρώπης και χωρίς τη συγκατάθεσή τους. Το «Ευρωσύνταγμα»-Συνθήκη της Λισσαβόνας δημιουργήθηκε για να επιβάλει, θεσμοθετώντας πλέον, το νεοφιλελεύθερο καπιταλιστικό μοντέλο και τη δομημένη συνεργασία με το ΝΑΤΟ. Το δημοκρατικό έλλειμμα που αναφέρεται συχνά δεν είναι μια αδυναμία της Ε.Ε. αλλά ένα εγγενές χαρακτηριστικό. Η νομιμοποίηση που επιδιώκει η ίδια η Ε.Ε. για τις πολιτικές της είναι απλή πρόφαση, όπως αποδείχτηκε άλλωστε από το γεγονός ότι το απορριφθέν Ευρωσύνταγμα επέστρεψε με διαφορετικό όνομα, ως Συνθήκη της Λισσαβόνας, με ταυτόχρονη εκ των προτέρων απαγόρευση της διεξαγωγής δημοψηφισμάτων στις χώρες μέλη.
Η αμετακίνητη προσήλωση των ηγετικών κύκλων της Ε.Ε. στο νεοφιλελευθερισμό δεν δημιούργησε από μόνη της την παγκόσμια κρίση, ωστόσο αποτέλεσε τον καταλύτη για το τόσο οξύ ξέσπασμά της. Η όξυνση εδώ και χρόνια των προβλημάτων της ανεργίας, της φτώχιας, των αστέγων, ο κοινωνικός αποκλεισμός και η περιθωριοποίηση μεγάλων στρωμάτων του πληθυσμού της Ε.Ε. υπήρξε προϊόν αυτής της πολιτικής. Η Στρατηγική της Λισσαβόνας, ιδιαίτερα όπως αναθεωρήθηκε, επιδιώκει την αύξηση της κερδοφορίας του κεφαλαίου τόσο με τη μείωση των δικαιωμάτων των εργαζομένων, όσο και με τη θέσπιση κινήτρων προς τους επιχειρηματίες. Παράλληλα, επιδιώκει τη μείωση του δημόσιου τομέα και την διάλυση του Κράτους Πρόνοιας. Η διαδικασία αυτή οδηγεί σε ανταγωνιστικές σχέσεις μεταξύ των εργαζομένων, αντί του κοινού ταξικού μετώπου πάλης.
Αξίζει να επισημανθεί ότι, οι προσπάθειες που καταβάλλονται για – δήθεν - αύξηση του αριθμού των θέσεων εργασίας δεν οδηγούν στην καταπολέμηση της ανεργίας, αλλά στον κατακερματισμό της εργασίας και τη μείωση των μισθών των εργαζομένων. Δεν μοιράζεται δηλαδή ο πλούτος των εργοδοτών, αλλά η φτώχια των εργαζομένων.
Ως επιπρόσθετη συνέπεια της επιβολής συντηρητικών, αντιλαϊκών μέτρων και της κοινωνικής καταπίεσης που υπάρχει σε αριθμό χωρών, θα πρέπει να επισημανθεί η δημιουργία πρόσφορου εδάφους για την ανάπτυξη και μαζικοποίηση ρατσιστικών και νεοφασιστικών κινημάτων με εκλογικές επιτυχίες.
Μέσα σε αυτά τα πλαίσια, των εκπορευόμενων συνταγών από τις Βρυξέλλες και τους σημαντικούς περιορισμούς που υπάρχουν στην άσκηση κοινωνικό – οικονομικής πολιτικής, δίνουμε και στην Κύπρο τη μάχη για άσκηση φιλολαϊκών – προοδευτικών πολιτικών. Ο βαθμός στον οποίο θα γίνει εφικτή η άσκηση τέτοιας πολιτικής, θα κριθεί στη βάση του συσχετισμού πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων στην Κύπρο, στο επίπεδο της οργάνωσης και παρέμβασης του Κόμματός μας και ολόκληρου του Λαϊκού Κινήματος, που πρέπει να παραμείνει ισχυρή.