Του Αντρέα Παναγιώτου
Μέλος Κεντρικού Συμβουλίου ΕΔΟΝ
Η υγεία δεν είναι αγαθό προς πώληση, αλλά δικαίωμα και κοινωνικό αγαθό, το οποίο ένα σύγχρονο κράτος πρέπει να παρέχει στους πολίτες του. Το επίπεδο της δημόσιας υγείας ενός κράτους, κρίνει σε μεγάλο βαθμό το δείκτη ευημερίας των πολιτών, καθώς και το επίπεδο διαβίωσης τους. Αναντίλεκτα, αυτό που έχει καταστήσει ξεκάθαρο η εξάπλωση του νέου κορωνοϊού covid-19 σε παγκόσμιο επίπεδο και η πρωτόγνωρη κατάσταση στην οποία έχουν βρεθεί πάρα πολλά κράτη, είναι η ανάγκη για καθολική, δημόσια, δωρεάν και ποιοτική υγεία.
Τα αυστηρά περιοριστικά μέτρα που έχουν εφαρμοστεί σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, δεικνύουν το μέγεθος της εξάπλωσης του νέου κορωνοϊού, αλλά, την ίδια ώρα, και την αδυναμία των δημόσιων νοσηλευτηρίων σε αρκετές από αυτές, να αντέξουν την πίεση από την αυξανόμενη εισαγωγή ασθενών σε αυτά. Οι επαγγελματίες υγείας δίνουν αυτή τη στιγμή μια τεράστια μάχη ενάντια στην πανδημία. Είναι αυτοί που βρίσκονται στην πρώτη γραμμή για αναχαίτιση της εξάπλωσης του ιού και της περίθαλψης των νοσούντων. Είναι αυτοί που θέτουν τον εαυτό τους σε κίνδυνο, για να προστατέψουν εμάς. Αυτοί που λείπουν αμέτρητες ώρες από το σπίτι και τις οικογένειες τους, δουλεύοντας ακούραστα, πιστοί στο καθήκον τους. Οι επαγγελματίες υγείας, είναι οι ήρωες της εποχής μας!
Είναι και οι ίδιοι, όμως, που δουλεύουν χωρίς τα απαιτούμενα εργαλεία, μηχανήματα και τον απαραίτητο προστατευτικό εξοπλισμό. Είναι οι ίδιοι, που είδαν τους μισθούς και τα δικαιώματα τους να συρρικνώνονται, μέσα από τις σκληρές πολιτικές λιτότητας που ακολουθεί η ΕΕ και τα κράτη-μέλη της. Που είδαν συνάδελφους τους να απολύονται, να δουλεύουν χωρίς κοινωνική ασφάλιση, χωρίς δικαιώματα και με αβέβαιο εργασιακό μέλλον. Είναι αυτούς που κυβερνητικά στελέχη και ο ΔΗΣΥ αποκαλούσαν υποτιμητικά «νοσοκομούθκια» και τους καλούσαν να φύγουν από το δημόσιο τομέα και να πάνε στον ιδιωτικό, όταν οι νοσηλευτές διεκδικούσαν την αναβάθμιση τους στην πανεπιστημιακή κλίμακα.
Από το 2011 έως το 2018, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζήτησε 63 φορές από κράτη-μέλη της να μειώσουν τις δαπάνες για την υγεία ή και να προχωρήσουν σε ιδιωτικοποιήσεις στο συγκεκριμένο κλάδο. Σύμφωνα, δε, με τα τελευταία στοιχεία της Στατιστικής Υπηρεσίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Κύπρος βρίσκεται στην τελευταία θέση από τα 26 κράτη-μέλη στις δημόσιες δαπάνες για την υγεία, σε ποσοστό του ΑΕΠ, ενώ από το 2013 μέχρι σήμερα, έχουν γίνει αποκοπές 500 εκατομμυρίων ευρώ στον τομέα της υγείας, από τον κρατικό προϋπολογισμό.
Παρόλες τις παλινδρομήσεις της κυβέρνησης και του ΔΗΣΥ, την ατολμία και την αναποφασιστικότητα και την υποβάθμιση του δημόσιου τομέα υγείας, η εφαρμογή και η μέχρι σήμερα πορεία του ΓΕΣΥ, επιβεβαιώνει την ανάγκη της κοινωνίας και ιδιαίτερα των χαμηλότερων εισοδηματικά στρωμάτων, για ένα καθολικό, ισότιμο, προσβάσιμο και αλληλέγγυο σύστημα υγείας. Παρά την εφαρμογή του ΓΕΣΥ, όμως, βλέπουμε τα δημόσια νοσηλευτήρια να εργάζονται με μειωμένο προσωπικό, είτε είναι γιατροί, είτε νοσηλευτές, είτε άλλοι επαγγελματίες υγείας. Βλέπουμε να υπάρχουν ελλείψεις φαρμάκων, αναλώσιμων, καθυστέρηση στις αναλύσεις και λίστες αναμονής. Πώς μπορούν, λοιπόν, να αποτελέσουν τα δημόσια νοσηλευτήρια τη ραχοκοκαλιά του ΓΕΣΥ, με τα σημερινά δεδομένα; Η μη κατάρρευση του συστήματος, οφείλεται στην αυταπάρνηση, τον επαγγελματισμό και την αφοσίωση των επαγγελματιών υγείας.
Το ΑΚΕΛ στήριξε σθεναρά από την αρχή το ΓΕΣΥ, ειδικά ενάντια σε όσους ήθελαν να μην εφαρμοστεί ή/και να αποτύχει, τονίζοντας το όφελος του για την κοινωνία και με ουσιαστικές και εμπεριστατωμένες προτάσεις και παρεμβάσεις, παλεύει για την επίλυση των όποιων προβλημάτων, τη βελτίωση του επιπέδου των παρεχόμενων υπηρεσιών και τη διαφύλαξη της φιλοσοφίας και των αρχών του.
Αυτή η δοκιμασία τονίζει τη ζωτική σημασία του να υπάρχει καταρτισμένο, εξειδικευμένο και εξοπλισμένο ιατρικό και παραϊατρικό προσωπικό, μέσα σε ένα επαρκώς στελεχωμένο ΓΕΣΥ, με τα απαραίτητα κονδύλια. Ένα τεράστιο ευχαριστώ σε όλους τους επαγγελματίες υγείας, που δίνουν το τελευταίο διάστημα αυτή την πολύ δύσκολη μάχη με αυταπάρνηση και αφοσίωση. Ευχή όλων μας είναι να βγούμε νικητές το συντομότερο και με τις λιγότερες δυνατόν απώλειες ανθρώπινων ζωών. Και την επαύριο αυτής της κρίσης, θα πρέπει να κάνουμε τη συζήτηση για το τι έχει περισσότερη αξία τελικά στη ζωή, τη στάση των πολιτικών δυνάμεων στα ζητήματα της υγείας διαχρονικά και πώς μετατρέπουμε αυτή την πολύ δυσάρεστη εμπειρία σε δίδαγμα για το μέλλον.
σ