Της Δρ. Κατερίνας Τερτίτσναγια, Λέκτορας Συγκριτικής Πολιτικής, UCL
Οι μεταβιβάσεις χρημάτων από μετανάστες που ζουν και εργάζονται στο εξωτερικό, στις οικογένειές τους πίσω στην χώρα καταγωγής τους, αποτελούν σήμερα σημαντική πηγή εισοδήματος για τον αναπτυσσόμενο κόσμο. Το 2017, για παράδειγμα, οι μεταβιβάσεις χρημάτων από μετανάστες σε αναπτυσσόμενες, φτωχότερες χώρες, αυξήθηκαν σε επίπεδο ρεκόρ, αγγίζοντας τα 466 δισεκατομμύρια δολάρια. Η εξάρτηση χωρών που βρίσκονται στην περιφέρεια της πρώην Σοβιετικής Ένωσης από τα εμβάσματα μεταναστών είναι ιδιαίτερα σημαντική. Σύμφωνα με εκτιμήσεις της Παγκόσμιας Τράπεζας για παράδειγμα, στα μέσα της δεκαετίας του 2000, τα εμβάσματα μεταναστών προς τη Μολδαβία και τη Βοσνία - Ερζεγοβίνη ισοδυναμούσαν με 20% του ΑΕΠ των χωρών αυτών και με 10% του ΑΕΠ της Αλβανίας και της Αρμενίας. Τα τελευταία χρόνια, το Τατζικιστάν, η Μολδαβία και το Κιργιζιστάν είναι οι τρεις οικονομίες που εξαρτώνται περισσότερο από τα εμβάσματα των οικονομικών μεταναστών παγκοσμίως. Στο Κιργιστάν, τα εμβάσματα των μεταναστών, αποτελούν τη σημαντικότερη ροή χρηματοδότησης του ισοζύγιο πληρωμών της χώρας και έχουν ήδη καλύψει μεγάλο μέρος του δημοσιονομικού ελλείμματος. Το ΔΝΤ, εκτιμά ότι σε μόλις τρία χρόνια, το έλλειμμα του προϋπολογισμού της Κιργιζίας μειώθηκε από 13,7% του ΑΕΠ το 2008, σε 6,4% το 2011. Εκτιμάται επίσης ότι περίπου το 97% όλων των εισροών εμβασμάτων από οικονομικούς μετανάστες στο Κιργιζιστάν προέρχεται από τη Ρωσική Ομοσπονδία.
Οι οικονομολόγοι μελετούν εδώ και χρόνια τις οικονομικές επιπτώσεις αυτών των εμβασμάτων. Για παράδειγμα, πολλοί ερευνητές έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι τα εμβάσματα των μεταναστών αποτελούν σημαντικό μηχανισμό επιμερισμού του παγκόσμιου οικονομικού ρίσκου. Πιο συγκεκριμένα, μελέτες δείχνουν ότι τα χρήματα τα οποία οι μετανάστες στέλνουν στις χώρες καταγωγής τους έχουν συντελέσει στη μείωση της φτώχειας, του αναλφαβητισμού και της παιδικής θνησιμότητας. Επιπρόσθετα, έρευνες στον τομέα των πολιτικών επιστημών δείχνουν ότι οι αποδέκτες εμβασμάτων στη Λατινική Αμερική, για παράδειγμα, αξιολογούν την κατάσταση της οικονομίας, και την απόδοση των κυβερνήσεων τους πιο θετικά από τους υπόλοιπους ψηφοφόρους. Υπάρχουσες μελέτες επίσης συνδέουν τα εμβάσματα με το επίπεδο των κυβερνητικών παροχών προς τα πιο ευάλωτα κοινωνικά στρώματα. Οι Κυβερνητικές παροχές προς τα πιο ευάλωτα στρώματα είναι χαμηλότερες σε χώρες που εξαρτούνται περισσότερο από τα εμβάσματα των μεταναστών.
Ωστόσο, υπάρχουσες μελέτες υποθέτουν ότι οι μεταβιβάσεις εμβασμάτων παραμένουν σταθερές με την πάροδο του χρόνου ή ότι αυξάνονται ως αποτέλεσμα αρνητικών οικονομικών κλυδωνισμών στις χώρες από όπου κατάγονται οι μετανάστες. Ξέρουμε για παράδειγμα ότι σε περιόδους οικονομικών κρίσεων ή φυσικών καταστροφών, οι μετανάστες που ζουν στο εξωτερικό μεταβιβάζουν περισσότερα χρήματα στις οικογένειές τους. Αλλά τι συμβαίνει όταν τα χρήματα που οι οικονομικοί μετανάστες δύνανται να στείλουν πίσω στις οικογένειες τους ξαφνικά μειώνονται; Πώς επηρεάζουν οι διακυμάνσεις εμβασμάτων τις απόψεις και αξιολογήσεις των αποδεκτών των χρημάτων; Αυτή την ερώτηση εξετάσαμε με συναδέλφους στα πανεπιστήμια της Οξφόρδης και Άμστερνταμ. Ευρήματά μας, δημοσιεύτηκαν πρόσφατα στην American Political Science Review (https://doi.org/10.1017/S0003055418000485).
Τι συμβαίνει όμως όταν τα χρήματα μειώνονται;
Τα χρήματα από μετανάστες που ζουν και εργάζονται στο εξωτερικό στις οικογένειές τους πίσω στην χώρα καταγωγής τους συχνά μειώνονται. Οι αυξομειώσεις στη συχνότητα και την αξία αυτών των χρημάτων, επηρεάζουν τη ζωή εκατομμυρίων οικογενειών σε αναπτυσσόμενες οικονομίες ανά το παγκόσμιο. Σε περιόδους οικονομικής συρρίκνωσης στις χώρες όπου οι οικονομικοί μετανάστες εργάζονται, για παράδειγμα, τα χρήματα τα οποία οι μετανάστες στέλνουν στην οικογένειές τους ενδέχεται να μειωθούν λόγω (i) μεταβολών στις μεταναστευτικές ροές, καθώς οι θέσεις εργασίας μειώνονται (ii) πτώσης στην αξία του νομίσματος στις χώρες εργασίας των μεταναστών· ή ακόμη και (iii) προσπαθειών των ίδιων των μεταναστών να μειώσουν τα έξοδα τους.
Κατά τη διάρκεια της μεγάλης ύφεσης του 2008-2010, για παράδειγμα, τα εμβάσματα των οικονομικών μεταναστών έγιναν κανάλι μέσω του οποίου η οικονομική κρίση που εκδηλώθηκε αρχικά σε πλουσιότερες χώρες μεταδόθηκε στην περιφέρεια, δηλαδή στις χώρες- παραλήπτες οικονομικών εμβασμάτων. Η επιδείνωση της οικονομίας των χωρών υποδοχής των μεταναστών οδήγησε σε μείωση των επίσημων ροών εμβασμάτων στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη και την Κεντρική Ασία κατά 23% κατά μέσο όρο. Τα εμβάσματα από τη Ρωσία προς τις χώρες της Κοινοπολιτείας Ανεξαρτήτων Χωρών, μειώθηκαν κατά 33% τα τρία πρώτα τρίμηνα του 2009. Σύμφωνα με εκτιμήσεις της Παγκόσμιας Τράπεζας, το 2009, σε ορισμένες χώρες της Κεντρικής Ασίας (Καζακστάν, Τατζικιστάν, Κιργιστάν) και της Ανατολικής Ευρώπης (Ρουμανία, Μολδαβία) παρατηρήθηκε πτώση από το ήμισυ έως το ένα τρίτο του συνόλου των εμβασμάτων τους για το 2008.
Σχήμα 1: Διακυμάνσεις στις εισροές εμβασμάτων (ως ποσοστό του ΑΕΠ) μεταξύ 2008 και 2009
Σημείωση: Μεταβολές στο μερίδιο των προσωπικών εμβασμάτων που εισπράχθηκαν από οικογένειες οικονομικών μεταναστών ως ποσοστό του ΑΕΠ κάθε χώρας μεταξύ 2008 και 2009. Πηγή: Παγκόσμια Τράπεζα, Παγκόσμιος Δείκτης Ανάπτυξης
Οι αυξομειώσεις στο ποσοστό των χρημάτων που οι μετανάστες απέστειλαν στις οικογένειές τους πίσω στην χώρα καταγωγής τους, ήταν ιδιαίτερα έντονες στην Κεντρική Ευρώπη και Κεντρική Ασία. Στο Κιργιστάν, για παράδειγμα, μία από τις οικονομίες που εξαρτώνται περισσότερο από τα εμβάσματα οικονομικών μεταναστών ανά το παγκόσμιο, η ανάκαμψη των εμβασμάτων μετά την κρίση του 2009, δεν διήρκησε για πολύ. Από το 2013 έως το 2014 για παράδειγμα, και κυρίως λόγω της υποτίμησης του ρωσικού νομίσματος λόγω της οικονομικής κρίσης στη Ρωσία, το ποσοστό των εμβασμάτων, ως ποσοστό του ΑΕΠ της Κιργιζίας, μειώθηκε κατά 1% και σχεδόν κατά 5% από το 2014 έως το 2015. Όπως δείχνει το σχήμα 2, παρόμοιες διακυμάνσεις εμβασμάτων καταγράφηκαν κατἀ την περίοδο αυτή ανά το παγκόσμιο.
Σχήμα 2: Ετήσιες μεταβολές των εμβασμάτων ως ποσοστό του εθνικού ΑΕΠ
Σημείωση: Η σκούρα σκιασμένη στήλη δείχνει τις μεταβολές των εμβασμάτων στο Κιργιζιστάν, σε σύγκριση με τον μέσο όρο των μεταβολών στις 5 πρώτες οικονομίες που εξαρτώνται από τη μεταφορά εμβασμάτων οικονομικών μεταναστών στον κόσμο. Αυτές είναι: το Τατζικιστάν, η Μολδαβία, το Νεπάλ, το Λεσότο και η Τόνγκα
Από την οικονομία στην πολιτική.
Στη εργασία μας υποστηρίζουμε ότι όταν τα χρήματα που λαμβάνουν οι οικογένειες των μεταναστών μειώνονται, οι παραλήπτες απογοητεύονται. Επειδή δεν δύνανται πλέον να διατηρήσουν το ίδιο επίπεδο κατανάλωσης, οι οικογένειες των μεταναστών είναι λιγότερο ικανοποιημένες με την οικονομική κατάσταση της χώρας τους. Η οικονομική απαισιοδοξία στη συνέχεια υπονομεύει την δημοτικότητα των κυβερνώντων. Αντίθετα, όταν τα εμβάσματα αυξάνονται, οι οικονομικές αξιολογήσεις των δικαιούχων βελτιώνονται, και η δημοτικότητα της κυβέρνησης αυξάνεται. Με άλλα λόγια, οι αποδέκτες εμβασμάτων επιβραβεύουν ή τιμωρούν τους κυβερνώντες για τις οικονομικές εξελίξεις στις οικονομίες υποδοχής των μεταναστών. Αλλά φυσικά η απόδοση των οικονομιών σε πλουσιότερες χώρες, όπου οι οικονομικοί μετανάστες εργάζονται, είναι σε μεγάλο βαθμό πέραν του έλεγχου των κυβερνώντων σε φτωχότερες χώρες από όπου οι μετανάστες κατάγονται. Αν και αυτό μπορεί να είναι ένας τύπος ψηφοφορίας στη βάση του προσωπικού συμφέροντος (pocketbook voting), αντιπροσωπεύει επίσης μια μορφή ανακριβούς κατανομής πολιτικών ευθυνών με σημαντικές επιπτώσεις για τη δημοκρατική λογοδοσία στον αναπτυσσόμενο κόσμο. Όταν οι ψηφοφόροι τιμωρούν ή επιβραβεύουν τους κυβερνώντες για γεγονότα εκτός του ελέγχου τους, η οικονομική ψήφος - ως μέσο λογοδοσίας των πολιτικών – υπονομεύεται. Η άμεση σχέση μεταξύ κυβερνητικής δράσης, ψηφοφόρων και εκλογικών κυρώσεων αποδυναμώνεται. Η δημοτικότητα των κυβερνήσεων σε χώρες της οικονομικής περιφέρειας, από όπου οι μετανάστες κατάγονται, υπόκειται σε οικονομικές εξελίξεις εκτός συνόρων. Όταν τα χρήματα που στέλνουν οι μετανάστες αυξάνονται σε περιόδους κατά τις οποίες η οικονομία της πατρίδας τους δεν αναπτύσσεται, τα εμβάσματα μπορούν να ενισχύσουν την δημοτικότητα των κυβερνώντων και να τους προστατεύσουν από το «θυμό» των ψηφοφόρων. Όταν όμως οι κυβερνώντες δεν ανησυχούν ότι οι ψηφοφόροι θα τους τιμωρήσουν σε περιόδους ύφεσης, τα κίνητρα που έχουν για να επενδύσουν σε κοινωνικές παροχές, ή να στηρίξουν τα πιο ευάλωτα κοινωνικά στρώματα μειώνονται. Οι μειώσεις των εμβασμάτων, αντίθετα, ενδέχεται να εντείνουν την οικονομική απαισιοδοξία των αποδεκτών και να υπονομεύσουν την δημοτικότητα της κυβέρνησης. Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι η ροή των εμβασμάτων στον αναπτυσσόμενο κόσμο αποτελεί σήμερα πολιτική έκφραση οικονομικής εξάρτησης.
Εξετάζουμε τις υποθέσεις αυτές με δεδομένα από 28 χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης και της Κεντρικής Ασίας. Επίσης βασιζόμαστε σε έρευνες κοινής γνώμης στο Κιργιστάν, που πραγματοποιήθηκε μεταξύ των ετών 2010 και 2013. Τα αποτελέσματά μας εισηγούνται ότι όταν τα εμβάσματα μειώνονται (ή αυξάνονται), η οικονομική αισιοδοξία των αποδεκτών μειώνεται (ή αυξάνεται). Οι αξιολογήσεις της οικονομίας όμως επηρεάζουν άμεσα και τη δημοτικότητα των εκάστοτε κυβερνώντων. Οι ψηφοφόροι που αντιμετώπισαν μείωση των εμβασμάτων τους το 2010, για παράδειγμα, επέρριπταν μεγαλύτερη ευθύνη στις κυβερνήσεις τους για την οικονομική κρίση.
Γιατί έχει σημασία αυτό;
Για πολλούς ψηφοφόρους στον αναπτυσσόμενο κόσμο, είναι εξαιρετικά δύσκολο να αξιολογήσουν πόσο καλά εργάζονται οι κυβερνώντες. Στην απουσία αξιόπιστων πηγών ενημέρωσης, ή αξιόπιστων πολιτικών κομμάτων, πολλοί ψηφοφόροι χρησιμοποιούν την απόδοση της οικονομίας ως το πιο αξιόπιστο σήμα για να αξιολογήσουν την απόδοση της κυβέρνησης. Εάν η οικονομία προοδεύει, οι κυβερνώντες επανεκλέγονται. Η δυνατότητα των ψηφοφόρων να επιβραβεύουν ή να τιμωρούν τους κυβερνώντες για το πόσο καλά χειρίζονται την οικονομία ενθαρρύνει τις κυβερνήσεις να εισακούσουν, και να εξυπηρετήσουν τους πολίτες τους. Όταν οι ψηφοφόροι συμπεραίνουν ότι η οικονομία προοδεύει, και ότι οι κυβερνώντες είναι ικανοί διαχειριστές της οικονομίας απλά και μόνο γιατί παραλαμβάνουν εισοδήματα από το εξωτερικό, οι μηχανισμοί κυβερνητικής λογοδοσίας, ήδη στοιχειώδεις για πολλές φτωχές χώρες, διαβρώνονται ακόμη περισσότερο.
Από μια γενικότερη άποψη, πιστεύουμε ότι τα ευρήματα της εργασίας μας υπογραμμίζουν την επισφαλή ισορροπία που μπορούν να δημιουργήσουν οι μεταβιβάσεις χρημάτων από μετανάστες που ζουν και εργάζονται στο εξωτερικό στις οικογένειές τους πίσω στην χώρα καταγωγής τους. Τα εμβάσματα ενισχύουν την δημοτικότητα των κυβερνώντων, ακόμη και όταν η οικονομία εισέρχεται σε ύφεση και την ίδια στιγμή μπορούν να αποτρέψουν τους κυβερνώντες από την επένδυση σε εκτεταμένες κοινωνικές παροχές. Από την άλλη όμως, όταν τα οικονομικά εμβάσματα μειώνονται, οι κυβερνώντες τιμωρούνται για την απόδοση οικονομιών εκτός των συνόρων τους. Σε κάθε περίπτωση, η δημοκρατία κινδυνεύει.
*Άρθρο που δημοσιεύτηκε στη Νεολαία Νοεμβρίου 2018