Tου Σεβήρου Κούλα
Μέλος Εκτελεστικού Συμβουλίου ΕΔΟΝ
Στις πλείστες μετρήσεις, αλλά και μέσα από την καθημερινότητα μου, διαφαίνεται πως το κύριο κριτήριο ή το κύριο θέμα συζήτησης, μέσα στις πιο νεαρές ηλικίες αποτελεί η οικονομία (και τα παράγωγα θέματα της). Αυτό είναι και λογικό, και σεβαστό. Άλλωστε η δική μου γενιά, έφτασε να ζει χειρότερα απ’ όσο ζούσαν οι γονείς μας στην ηλικία μας, ενώ παράλληλα ζούμε στην εποχή που πλέον έχουμε εργαζόμενους – φτωχούς. (Όχι χαμηλόμισθους! Full-timers, με 6 φορές την εβδομάδα δουλειά και να είναι κάτω από το όριο της φτώχειας. Για την Κύπρο είναι πρωτόγνωρο). Άλλο χαμηλόμισθος, άλλο το «δεν μπορώ να ζήσω»!.
Αυτό που με «ενοχλεί» (εντός πολλών εισαγωγικών το ενοχλεί), είναι ότι η γενιά μου δεν είναι ότι δεν ενδιαφέρεται για το Κυπριακό, αλλά περισσότερο, ζει μέσα σε μια ψευδαίσθηση γι’ αυτό. Ενδιαφέρον, υποσυνείδητα υπάρχει. Κάποιοι λόγω του ότι ανέπτυξαν το αίσθημα της ανάγκης για λύση (λίγοι), κάποιοι γιατί έχουν μελετήσει Ιστορία και δεν ξεχνούν τα όσα εγκλήματα συντελέστηκαν (ακόμη πιο λίγοι), κάποιοι γιατί έχουν/με φάει το εθνικό αίσθημα και τον αλυτρωτισμό με το κουταλάκι από σχολείο, εκκλησία (ηγεσία, όχι θρησκεία), περιρρέουσα ατμόσφαιρα, ΜΜΕ.
Το ζήτημα είναι όμως ότι, οι πλείστοι στη δική μου γενιά, σε όποια κατηγορία από τις πάνω και αν ανήκουν, αντιμετωπίζουν το Κυπριακό μέσα από το πρίσμα της «Ψευδαίσθησης της Γενιάς μου». Την ψευδαίσθηση ότι η παρούσα κατάσταση μπορεί να αποτελέσει τη μελλοντική κανονικότητα. Του ότι αυτό που σήμερα ζούμε, μπορεί να αποτελέσει το μέλλον, ως έχει. Αυτό εκφράζεται μέσα από το απλοϊκό «Να μείνουμε όπως είμαστε. Τζίνοι ποτζί τζαι εμείς ποδά». Η ψευδαίσθηση έγκειται στο ότι η παρούσα κατάσταση υπάρχει (και διατηρείται ως έχει σε κάποιο βαθμό), μόνο επειδή ακόμα διατηρούνται οι προσπάθειες για λύση του Κυπριακού και επειδή ακόμα (43 χρόνια μετά) η διεθνής κοινότητα ενδιαφέρεται για λύση του Κυπριακού. Αυτό που πρέπει να κατανοήσουμε είναι ότι, αν τυχόν πούμε ότι σταματούμε τη συζήτηση ή αν κάνουμε, συνειδητά ή ασυνείδητα, τις κινήσεις εκείνες που θα οδηγήσουν στον τερματισμό της διαδικασίας, το «Να μείνουμε όπως είμαστε» απλά παύει να υφίσταται.
Να ξεχάσουμε το ότι «Ποτζί εν τους αναγνωρίζει κανένας» γιατί θα τους αναγνωρίσουν αυτόματα. Να αναλογιστούμε τι σημαίνει για εμάς απευθείας σύνορα με την Τουρκία ή με ένα «προϊόν» της, το οποίο θα μπορεί με απόλυτη άνεση να το εποικίσει και να το στρατιωτικοποιήσει στον απόλυτο βαθμό. Να ξεχάσουμε την όποια – κάποια οικονομική σταθερότητα έχουμε και μας προσφέρει το σημερινό στάτους του παράνομου ψευδοκράτους «αφού παίζουμε μόνοι μας». Να ξεχάσουμε επίσης το θεώρημα ότι «ποδά θα έχουμε κράτος αμιγώς ελληνικό» γιατί οι Τ/κ υποφέρουν από την παραγκώνιση τους από την Τουρκία και το κατεστημένο της στα κατεχόμενα και προφανώς θα επιζητήσουν κάτι καλύτερο στο κράτος του οποίου είναι νόμιμοι πολίτες και κάτοχοι εγγράφων κ.α.
Η σημερινή κατάσταση δεν μπορεί να αποτελεί επιλογή για κανέναν από εμάς, ειδικά για τη γενιά μου, που έχει τουλάχιστον ακόμα μερικές δεκαετίες ζωής σε αυτό τον τόπο. Η λύση του Κυπριακού δεν θα έρθει όμως μόνη της προφανώς. Η δική μας στάση (Ε/κ πλευρά) παίζει καθοριστικό ρόλο. Με προσοχή λοιπόν το τι θα κάνουμε στις 28/1 και 4/2. Ούτε η θυσία του Κυπριακού στο βωμό των σκοπιμοτήτων και της ατζέντας είναι επιλογή, ούτε να τα σηκώσουμε όλα στον αέρα γιατί τα «θέλουμε όλα» ενώ στην πραγματικότητα δεν θα μας μείνει τίποτα. Ο Σταύρος Μαλάς και κατανοεί την ουσία του Κυπριακού, και θέλει να το λύσει και μπορεί να δημιουργήσει όλες τις συνθήκες που περνούν από το δικό μας χέρι. Ας λειτουργήσουμε βλέποντας το μέλλον και όχι μόνο τις 5/2.