Tου Δημήτρη Χαραλάμπους
Μέλος ΕΔΟΝ
Προοδευτική Κ.Φ. Πανεπιστημίου Κύπρου
Εάν παρακολουθεί κανείς εκ του σύνεγγυς τις πολιτικές της διακυβέρνησης Αναστασιάδη, τότε μπορεί εύκολα να διαπιστώσει ότι αυτές βρίθουν από επικοινωνιακά πυροτεχνήματα, τα οποία έχουν ως απώτερο στόχο τη συστηματική απόπειρα διάδοσης ιδεών, αντιλήψεων ή απόψεων στον πολιτικό τομέα, επηρεάζοντας την κοινή γνώμη και διαμορφώνοντας την κατάλληλα, μέσω της μεροληπτικής, στρεβλής ή ελλιπούς μετάδοσης πληροφοριών και της παραπληροφόρησης. Συνεπώς, μπορούμε να πούμε ότι τα επικοινωνιακά αυτά πυροτεχνήματα που "εκρήγνυνται" μέσω των κυβερνητικών εξαγγελιών, αγγίζουν τα όρια της προπαγάνδας.
Τη μερίδα του λέοντος των επικοινωνιακών πυροτεχνημάτων στις κυβερνητικές εξαγγελίες, κατέχει το περιβόητο πρωτογενές πλεόνασμα, όρο τον οποίο ακούμε πολύ συχνά, χωρίς όμως να γνωρίζουμε τι ακριβώς συνιστά και που μας χρησιμεύει. Οι περισσότεροι πολίτες δεν μπορούν να κατανοήσουν τον κυβερνητικό «ενθουσιασμό» για το περιβόητο πρωτογενές πλεόνασμα των €733,6 εκατ. ευρώ (προβλέπεται να ανέλθει στο 3,8% του ΑΕΠ για το 2018 και αναμένεται να παραμείνει στα ίδια επίπεδα για τα επόμενα δύο χρόνια), καθώς δεν μπορούν να καταλάβουν τι είναι αυτό, πως προέκυψε και γιατί είναι τόσο σημαντικό.
Το κράτος έχει έσοδα και έξοδα, όπως κάθε φυσικό πρόσωπο. Όταν τα έσοδα του κράτους είναι περισσότερα από τα έξοδά του, τότε λέμε πως έχει πλεόνασμα. Αν τα έσοδα είναι λιγότερα, τότε λέμε πως έχει έλλειμμα. Αν από τα έξοδα του κρατικού προϋπολογισμού αφαιρέσουμε τις δόσεις που πληρώνει για δάνεια που έχει λάβει και μετά την αφαίρεση αυτή τα έσοδά του είναι περισσότερα από τα χρήματα που δαπανά, λέμε πως έχει πρωτογενές πλεόνασμα. Αν ακόμη και εξαιρουμένων των δανειακών δόσεων (τόκων) τα έξοδα είναι μεγαλύτερα από τα έσοδα, τότε λέμε πως υπάρχει πρωτογενές έλλειμμα. Επομένως, είναι ξεκάθαρο πως το πρωτογενές πλεόνασμα προκύπτει όταν τα έσοδα ξεπερνούν τα έξοδα, χωρίς όμως να λαμβάνεται υπόψιν η εξυπηρέτηση του χρέους. Το γεγονός ότι τα έσοδα του κρατικού προϋπολογισμού, επαρκούν για να καλύψει τα έξοδα του, δε σημαίνει ότι αρκούν για να καλύψουν και την εξυπηρέτηση του χρέους του (τις δόσεις των δανείων του). Απλά όταν δημιουργείται πρωτογενές πλεόνασμα, το κράτος έχει την ευχέρεια να μπορεί να ρυθμίζει με τέτοιο τρόπο τα οικονομικά του, ώστε να μη δημιουργεί πρόσθετες υποχρεώσεις πέρα από τις υφιστάμενες. Οι υπάρχουσες όμως υποχρεώσεις του συνεχίζουν να υφίστανται.
Σήμερα η Κύπρος εμφανίζεται να έχει πρωτογενές πλεόνασμα. Δηλαδή δεν ξοδεύει περισσότερα από όσα εισπράττει. Αυτό σημαίνει ότι δεν δημιουργεί νέες υποχρεώσεις και δεν επιβαρύνει το υφιστάμενο έλλειμμα της. Ωστόσο, το δημόσιο χρέος της εξακολουθεί να υφίσταται, το ίδιο και οι τόκοι που πρέπει να πληρώνει για αυτό το χρέος, το οποίο σύμφωνα με στοιχεία που ανακοίνωσε η Eurostat, ανήλθε το 2016 στα €19298 εκ. ή 107,8% του ΑΕΠ. Ο μεγαλύτερος πιστωτής της Κυπριακής Δημοκρατίας παραμένει ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας με €6,3 δις (λήγει το 2031), που αντιστοιχεί στο 32,5% του συνολικού χρέους, ενώ στη δεύτερη θέση των πιστωτών κατατάσσονται οι αγορές (εκδόσεις ομολόγων ΕΜΤΝ- Euro Medium Term Notes) με ποσοστό 23,3% του χρέους.
Καταληκτικά, θα πρέπει ως πολίτες της Κυπριακής Δημοκρατίας, να εξετάζουμε εκτενέστερα και εξονυχιστικά, τις όποιες ενθουσιώδεις εξαγγελίες της κυβέρνησης και να μην τις υιοθετούμε άκριτα. Επιπρόσθετα, εν ανάγκη να "κωφεύουμε" και να μην παρασυρόμαστε από τις εσκεμμένες "εκρήξεις" των επικοινωνιακών πυροτεχνημάτων που κατά καιρούς εφευρίσκουν οι πολιτικάντηδες της παρούσας διακυβέρνησης, για να διαμορφώσουν και να επηρεάσουν μεροληπτικά και κατά το δοκούν, την κοινή γνώμη.
Γιατί μπορεί η οικονομία να βρίσκεται σε "ανάπτυξη", αλλά η ευημερία αυτή είναι πλασματική και δεν αφορά τη μεγαλύτερη μερίδα του κυπριακού λαού. Τα αποτελέσματα της πολιτικής που εφαρμόζει η νυν κυβέρνηση, δεν είναι παρά εξωπραγματικά και δεν υφίστανται πουθενά αλλού παρά στη σφαίρα της φαντασίας της παρούσας διακυβέρνησης, μιάς και η κοινωνία αγωνίζεται καθημερινά να επιβιώσει μέσα σε μια παρατεταμένη κρίση. Συνεπώς, μπορούμε να διαπιστώσουμε πως όλη η παραπάνω ανάλυση, μπορεί να εξηγήσει και τη διάσταση που υπάρχει ανάμεσα στην πραγματική και τη στατιστική οικονομία.