Ενωμένη Ευρώπη… (νέο)αποικιοκρατική!

Tου Κύπρου Σάββα
Διδακτορικός φοιτητής Πολιτικών Επιστημών
Πανεπιστήμιο Κύπρου

Ένα συστατικό στοιχείο όλων των πολιτικών κοινοτήτων είναι ο μύθος που συνοδεύει και νομιμοποιεί την ίδρυση και επιβίωση τους. Τέτοιος είναι και ο πολιτικός μύθος που συνοδεύει την Ευρωπαϊκή Ένωση και επαναλαμβάνεται διαρκώς από θεσμικούς εκπροσώπους της ΕΕ και ιστορικούς/ θεωρητικούς της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Η ιστορία ξεκινά με το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και μια καταστραμμένη γηραιά ήπειρο που αποφάσισε να ενωθεί για την αποφυγή άλλου καταστροφικού πολέμου. Όπως πολύ δραματικά αναφέρει το ενημερωτικό βιβλιαράκι της Επιτροπής «Η ΕΕ και Εγώ», μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο «οι άνθρωποι ήταν αποφασισμένοι να μην επιτρέψουν να ξανασυμβεί κάτι τέτοιο» και έτσι ορισμένοι πολιτικοί (γνωστοί πλέον ως οι «Πατέρες της ΕΕ») ξεκίνησαν τη διαδικασία δημιουργίας της ΕΕ.

Στη βάση αυτού του μύθου, η ενωμένη Ευρώπη παρουσιάζεται πλέον υπεύθυνη για την ειρήνη, ευημερία και δημοκρατία τόσο στην Ευρώπη (Della Sala 2010) όσο και στον υπόλοιπο κόσμο. Ωστόσο, το γεγονός ότι η ενωμένη Ευρώπη προέκυψε μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και η απουσία πολέμων μεταξύ των ηπειρωτικών Ευρωπαϊκών χωρών δεν σημαίνει ότι όλος ο πολιτικός μύθος είναι αληθής. Κάτι που πολύ εύκολα ξεχνούν οι θεσμικοί εκπρόσωποι και οι ιστορικοί της ΕΕ είναι το ιστορικό πλαίσιο στο οποίο αναπτύχθηκε η ίδια η ενοποιητική διαδικασία, και συγκεκριμένα ο ρόλος της αποικιοκρατίας τόσο πριν όσο και μετά την έναρξη της Ευρωπαϊκής ενοποίησης (Hansen 2002).

Η γηραιά ήπειρος ήταν το κέντρο της παγκόσμιας αποικιοκρατίας και ιμπεριαλισμού από το πρώτο κύμα Ισπανών και Πορτογάλων αποικιοκρατών που καθυπόταζαν την περιοχή που σήμερα γίνεται αντιληπτή ως Λατινική Αμερική τον 15ο αιώνα, έως και τα μέσα του 20ου αιώνα, όταν το ευρωπαϊκό σχέδιο έμπαινε σε εφαρμογή. Οι ευρωπαϊκές αυτοκρατορίες κάλυπταν περισσότερο από το ένα τρίτο της υφηλίου το 1920. Όταν ο Robert Schuman έκανε την περίφημη διακήρυξή του στις 9 Μαΐου 1950 προτείνοντας την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα (πρόδρομος της ΕΕ), η χώρα του ακόμα διατηρούσε ισχυρή εξουσία επί των αποικιών της. Την ίδια ακριβώς περίοδο, η Ολλανδία και το Βέλγιο διατηρούσαν αποικίες στην Αφρική και αλλού.

Διάφορες προσεγγίσεις είχαν προταθεί ήδη πριν από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο για την ενοποίηση της Ευρώπης (Stevenson 2012), ωστόσο το μοντέλο της «Ευραφρικής» (Eurafrica) κέρδισε τελικά το ενδιαφέρον: η φαντασία μιας στρατηγικής συνεργασίας και ενιαίας αγοράς που θα ένωνε την Ευρώπη με την Αφρική, στη βάση του Πανευρωπαϊκού Οράματος του Richard Coudenhove-Kalergi (Hansen and Jonsson 2015). Το μοντέλο της «Ευραφρικής» είχε ως στόχο την από κοινού εκμετάλλευση των Ευρωπαϊκών αποικιών για να αναπτυχθεί η Ευρώπη ως ο τρίτος πυλώνας μεταξύ των ΗΠΑ και ΕΣΣΔ και να ελεγχθούν αποικίες, αφού ήδη αναπτυσσόταν το αντί-αποικιακό αίσθημα αυτοδιάθεσης των λαών. Στις 21 Φεβρουαρίου 1957, όταν τα Έξι ιδρυτικά μέλη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας ολοκλήρωναν τις συνομιλίες για τη Συνθήκη της Ρώμης, η γαλλική εφημερίδα Le Monde έγραφε στο εξώφυλλό της ότι το «Πρώτο βήμα προς την Ευραφρική» γινόταν πραγματικότητα (Hansen and Jonsson 2017).

Μετά από πίεση της Γαλλίας, κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων για την ίδρυση της ΕΟΚ, οι Έξι συμφώνησαν πακέτα για τις αποικίες στην Αφρική που περιλάμβαναν μια ζώνη ελεύθερου εμπορίου και μικρά προγράμματα στήριξης (Carbone 2011). Η πρώτη Ευρωπαϊκή Επιτροπή απέκτησε τη Γενική Διεύθυνση για την ανάπτυξη των Υπερπόντιων Εδαφών (ευφημισμός για τις Ευρωπαϊκές αποικίες) που επέβλεπε τη διαχείριση των σχέσεων. Επίσης, η Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ατομικής Ενέργειας (Euratom) που ιδρύθηκε το 1957 παράλληλα με την ΕΟΚ, κάλυπτε και τα εδάφη των αποικιών λόγω του κοινού Ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος για τις πηγές ουρανίου που βρίσκονταν στις Ευρωπαϊκές αποικίες (Kochenov 2012).

Η σταδιακή ανεξαρτητοποίηση αρκετών από των Ευρωπαϊκών αποικιών στην Αφρική και αλλού κατά τις επόμενες δεκαετίες και η διεθνής απόρριψη των αποικιοκρατικών πρακτικών απομάκρυνε την ιδεολογική πρόταξη του μοντέλου της «Ευραφρικής» αλλά όχι και τις (νέο-)αποικιοκρατικές επιδιώξεις των Ευρωπαίων. Η Σύμβαση του Γιαουντέ που υπογράφτηκε το 1963 μεταξύ της ΕΟΚ και 18 πρώην Αφρικάνικων αποικιών και στη συνέχεια η Σύμβασηη του Λομέ το 1975 με 71 Κράτη της Αφρικής, Καραϊβικής και Ειρηνικού (ΑΚΕ) δημιούργησαν νέες δομές εξάρτησης των πρώην αποικιών με την ενωμένη Ευρώπη. Ο πολιτικός μύθος της ΕΕ αναβαθμίστηκε με την εικόνα της ΕΕ ως το πρώτου παροχέα ανθρωπιστικής βοήθειας παγκόσμια και του «φάρου ελπίδας και δημοκρατίας». Η αναπτυξιακή πολιτική της ΕΕ, ωστόσο, ήταν μέχρι πρόσφατα μια ανακύκλωση εθνικών ιμπεριαλιστικών επιδιώξεων σε Ευρωπαϊκό επίπεδο (Dimier 2014).

Την ίδια στιγμή, η διαδικασία της αποαποικιοποίησης δεν ολοκληρώθηκε για όλες τις Ευρωπαϊκές υπερπόντιες αποικίες με τον ίδιο τρόπο. Μικρά εδάφη – κυρίως νησιά – παραμένουν για διάφορους ιστορικούς, πολιτικούς ή οικονομικούς λόγους προσκολλημένα στις Ευρωπαϊκές μητροπόλεις τους. Τέτοια είναι τα υπερπόντια εδάφη της Γαλλίας, της Πορτογαλίας, της Ισπανίας, της Ολλανδίας και μέχρι πρότινος του Ηνωμένου Βασιλείου που βρίσκονται διασκορπισμένα σαν κουκίδες στον Ατλαντικό, Ινδικό και Ειρηνικό Ωκεανό, στην Καραϊβική και την Αφρική (δες χάρτη). Πολιτικά, αυτά τα εδάφη απέκτησαν σταδιακά αυτονομία, ωστόσο συνεχίζουν να είναι συνδεδεμένα με τις Ευρωπαϊκές μητροπόλεις τους. Σε ευρωπαϊκό επίπεδο χωρίζονται σε δύο κατηγορίες, τις Άκρως Απόκεντρες Περιφέρειες (Outermost Regions) και τις Υπερπόντιες Χώρες και Εδάφη (Overseas Countries and Territories).

Ενώ βρίσκονται στο κέντρο της ενοποιητικής διαδικασίας, αυτά τα εδάφη παραμένουν στο περιθώριο και η σχετική βιβλιογραφία για αυτά είναι εξαιρετικά περιορισμένη (Kochenov 2011). Αυτό που προκαλεί ιδιαίτερο ενδιαφέρον είναι πως, νομικά, τα εδάφη αυτά χαρακτηρίζονται από καθεστώς εξαίρεσης (state of exception) αφού το δίκαιο της ΕΕ δεν εφαρμόζεται αυτόματα εκεί αλλά με παρεκκλίσεις, δημιουργώντας Ευρωπαίους πολίτες διαφορετικών κατηγοριών και επιτρέποντας την ανάπτυξη εξωθεσμικών δραστηριοτήτων όπως ξέπλυμα χρήματος κλπ. Στις αρχές τις δεκαετίας του 2000, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανέπτυξε μια νέα στρατηγική για την Υπερπόντια Ευρώπη, αναγνωρίζοντας ότι μπορεί να «χρησιμοποιήσει» τα εδάφη αυτά ως όργανα για να προωθήσει τον παγκόσμιο της ρόλο σε ζητήματα πράσινης και γαλάζιας ανάπτυξης, ενέργειας, έρευνας και καινοτομίας, εξωτερικής πολιτικής και διπλωματίας. Αυτό που παραμένει να ξεκαθαριστεί, ωστόσο, είναι κατά πόσον αυτή η νέα στρατηγική θα ωφελήσει τόσο τις περιοχές αυτές και τους ιθαγενείς, όσο την ΕΕ, ή αν θα εγκαινιάσει μια νέα φάση Ευρωπαϊκής (νέο)αποικιοκρατίας.

 

 

Βιβλιογραφία
Ευρωπαϊκή Επιτροπή (2017) Η ΕΕ και Εγώ, Γενική Διεύθυνση Επικοινωνίας (doi: 10.2775/384074).

Carbone, Maurizio (2011) ‘The EU and the Developing World: Partnership, Poverty, Politicization’. In: C. Hill and M. Smith (eds.) International Relations and the European Union. New York: Oxford University Press, pp. 324-348.

Della Sala, Vincent (2010) ‘Political Myth, Mythology and the European Union’, Journal of Common Market Studies 48(1), σ. 1-19.

Dimier, Véronique (2014) The Invention of a European Development Aid Bureaucracy: Recycling Empire. New York: Palgrave Macmillan.

Hansen, Peo (2002) ‘European Integration, European Identity and the Colonial Connection’, European Journal of Social Theory 5(4), σ. 483-498.

Hansen, Peo and Jonsson, Stefan (2015) Eurafrica: The Untold History of European Integration and Colonialism, London: Bloomsbury.

Hansen, Peo and Jonsson, Stefan (2017). ‘Eurafrica Incognita: The Colonial Origins of the European Union’, History of the Present 7(1), σ. 1-32.

Kochenov, Dimitry (ed.) (2011) EU Law of the Overseas: Outmermost Regions, Associated Overseas Countries and Territories, Territories Sui Generis. Alphen aan den Rijn: Wolters Kluwer.

Kochenov, Dimitry (2012) “The application of EU law in the EU’s Overseas Regions, Countries, and Territories after the entry into force of the Treaty of Lisbon”. Michigan State International Law Review 20(3), σ. 669-743.

Stevenson, David (2012). ‘The First World War and European Integration’, The International History Review 34(4), σ. 841-863.

 

© 2024 EDON. All Rights Reserved.