Προοπτικές και όρια για τους εργατική τάξη
Οι θεωρίες για το κράτος αποτέλεσαν σημαντικό πεδίο διαπάλης με καθοριστικές προεκτάσεις ως προς την φύση, τον ρόλο και κατ’ επέκταση την πολιτική γύρω από την κρατική εξουσία.
Η βασική φιλοσοφική αφετηρία των διαφόρων κυρίαρχων θεωριών που ασπάζεται η άρχουσα τάξη έχει τις ρίζες της στην θεωρία «κοινωνικού συμβολαίου» η οποία αναδύθηκε το 17ο-19ο αιώνα και αφορά ζητήματα προέλευσης της κοινωνίας, του κράτους και της εξουσίας. Παρά τις επιμέρους διαφορές των κυριότερων θεωρητικών εκφραστών (Ιμάνουελ Καντ, Τζων Λοκ, Τόμας Χομπς, Ζαν-Ζακ Ρουσσώ κ.α.) η κοινή συνισταμένη των διάφορων εκδοχών της θεωρίας του κοινωνικού συμβολαίου είναι ότι η κρατική εξουσία αποτελεί ένα υπερ-ταξικό θεσμό που υποτίθεται ότι εκφράζει και διασφαλίζει το κοινό συμφέρον και την συνοχή μιας κοινωνίας καθώς τα μεμονωμένα μέλη της εκχωρούν οικειοθελώς μέρος των ελευθεριών τους με αντάλλαγμα τη διασφάλιση των υπολοίπων δικαιωμάτων και ελευθεριών που από κοινού απολαμβάνουν με όλα τα άλλα μέλη της κοινωνίας.
Στην αντίπερα όχθη αυτής της στρεβλής αντί-ιστορικής προσέγγισης για το κράτος βρίσκεται η ταξική-μαρξιστική ανάλυση η οποία εξετάζει εκτενέστερα το κράτος αποδίδοντας του κυρίαρχη θέση στο «πολιτικό εποικοδόμημα» υπογραμμίζοντας την πρωτεύουσα σημασία της «οικονομικής βάσης».
Η ιστορική εμφάνιση του κράτους
Το κράτος αποτελεί ένα ιστορικό δημιούργημα που εμφανίζεται σχεδόν ταυτόχρονα και ως συνέπεια της διάσπασης της κοινωνίας σε τάξεις. Πριν την ταξική διάσπαση, οι άνθρωποι για χιλιετίες ζούσαν στις πρωτόγονες αταξικές κοινωνίες, οι οποίες λειτουργούσαν και συντονίζονταν με το καθεστώς των φυλών - γενών – φατριών – ομοσπονδίας φυλών.[1] Σε εκείνες τις κοινωνίες δεν υπήρχε κράτος. Ο καθένας παρήγαγε και χρησιμοποιούσε τα απαραίτητα εργαλεία που του χρησίμευαν για τη διεκπεραίωση των καθηκόντων του και το αποτέλεσμα της παραγωγής ανήκε στο σύνολο της κοινωνίας. Σταδιακά αυξήθηκε η παραγωγικότητα της εργασίας και δημιουργήθηκαν οι προϋποθέσεις της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο καθώς πλέον ο άνθρωπος μπορούσε να παράγει περισσότερα από όσα χρειάζεται ο ίδιος για να καλύψει τις εξατομικευμένες υλικές ανάγκες του και η περισσευούμενη ποσότητα μπορούσε να αποτελεί το υλικό κέρδος του εκμεταλλευτή του.
Αυτό το γεγονός «μετατόπισε» το πρόβλημα της αύξησης της παραγωγής σε ζήτημα συνεχούς αναζήτησης περισσότερης ανθρώπινης εργασίας, κάτι που επιτυγχανοταν με την εκδούλευση αιχμάλωτων πολέμου αλλά και χωρικών που δεν μπορούσαν να αποπληρώσουν τα χρέη τους. [2]
Έτσι, η ανάπτυξη της οικονομικής βάσης «επέβαλε» τον πρώτο μεγάλο καταμερισμό εργασίας στην κοινωνία, ο οποίος προήλθε από την ίδια τη ταξική διαίρεσή της σε ελεύθερους και σκλάβους.[3] Ένας νέος θεσμός ήταν πλέον απαραίτητος για να αντιμετωπιστεί το μεγάλο χάσμα που προκλήθηκε με το πέρασμα της ανθρώπινης κοινωνίας από την αταξική-πρωτόγονη κοινωνία στις ταξικές κοινωνίες: «Ένας θεσμός που όχι μόνο θα διαιώνιζε τη διάσπαση της κοινωνίας σε τάξεις που μόλις άρχιζε, αλλά που θα διαιώνιζε και το δικαίωμα της ιδιοκτήτριας τάξης να εκμεταλλεύεται την ακτήμονα τάξη και την κυριαρχία της πρώτης πάνω στη δεύτερη. Κι αυτός ο θεσμός ήρθε. Εφευρέθηκε το κράτος.»[4]
Το κράτος λοιπών δεν είναι ένας υπεριστορικός και ταξικά ουδέτερος μηχανισμός που γεφυρώνει τις αντιθέσεις της κοινωνίας και εξασφαλίζει την ευημερία των μελών της αλλά αντίθετα «το κράτος είναι όργανο της ταξικής κυριαρχίας, όργανο καταπίεσης μιας τάξης από μιαν άλλη, είναι η δημιουργία του «κατεστημένου» εκείνου που νομιμοποιεί και στερεώνει αυτή την καταπίεση αμβλύνοντας τη σύγκρουση των τάξεων.»[5]
Η σχετική αυτοτέλεια του κράτους
Η ανάδειξη του κράτους ως μηχανισμού ταξικής καταπίεσης αποτελεί την κύρια κριτική για την λειτουργία του κρατικού μηχανισμού. Ωστόσο η αλληλεπίδραση του κράτους με την οικονομική βάση είναι μια αμφίδρομη σχέση. Το κράτος έχει μια σχετική αυτοτέλεια τόσο από την οικονομική βάση όσο και από την αστική τάξη και τα επιμέρους τμήματα της.
Είναι μάλιστα χάρη σε αυτή την απαραίτητη σχετική αυτοτέλεια, που η αστική τάξη βασίζει τη διασφάλιση των συμφερόντων της με τον πιο καμουφλαρισμένο αλλά και αποτελεσματικό τρόπο δημιουργώντας αστικοδημοκρατικά κράτη, τα οποία παρουσιάζει ως μηχανισμό δημοκρατικής και ανεπηρέαστης εφαρμογής της λαϊκής θέλησης. «Η ρεπουμπλικανική δημοκρατία είναι το καλύτερο δυνατό πολίτικό περίβλημα του καπιταλισμού και γι’ αυτό το κεφάλαιο, κατακτώντας […] αυτό το καλύτερο περίβλημα, θεμελιώνει την εξουσία του με τόση ασφάλεια, με τόση σιγουριά που, καμιά αλλαγή ούτε προσώπων, ούτε θεσμών, ούτε κομμάτων μέσα στο αστικό δημοκρατικό πολίτευμα δεν κλονίζει αυτή την εξουσία».[6] Η σχετική αυτοτέλεια του κράτους δεν είναι σταθερή αλλά αυξομειώνεται χωρίς όμως να μπορεί ποτέ να πάρει ένα τέτοιο εύρος που να αναιρεί τον ταξικό χαρακτήρα του ίδιου του κράτους ή την κυριότητα της οικονομικής βάσης έναντι του εποικοδομήματος.
Δύο στρεβλές αντιλήψεις
Η συζήτηση της μαρξιστικής προσέγγισης για το κράτος δημιούργησε δύο στρεβλές αντιλήψεις. Η πρώτη διαστρέβλωση αγνοεί τη «σχετικότητα» της αυτοτέλειας του κράτους. Επεκτείνει θεωρητικά την αυτοτέλεια τόσο πολύ φτάνοντας στο σημείο να αμφισβητεί τον ταξικό χαρακτήρα του κράτους. Χάνει ακριβώς αυτή την απαράβατη σύνδεση που το εκάστοτε κράτος έχει με την κυρίαρχη τάξη όπως και με την οικονομική βάση κάθε εποχής. Μια τέτοια αντίληψη καταλήγει στο συμπέρασμα -που συναντάται στις τάξεις της σοσιαλδημοκρατίας- ότι η εργατική τάξη με την κατάληψη της πολιτικής εξουσίας στο καπιταλιστικό κράτος μπορεί να αλλάξει το χαρακτήρα του κράτους αναδιαμορφώνοντας ουσιαστικά τα δεδομένα υπέρ των εργαζομένων.
Στην αντίπερα όχθη, η δεύτερη διαστρέβλωση αφορά την αναγωγή της μαρξιστικής διαπίστωσης για την ταξική φύση του κράτους σε ένα ιδεαλιστικού τύπου, άκαμπτο μηχανισμό σύμφωνα με τον οποίον, αυτόματα και μηχανιστικά προωθεί τα συμφέροντα μιας απόλυτα συμπαγούς άρχουσας τάξης. Η σχετική αυτοτέλεια του κράτους επικεντρώνεται στο γεγονός ότι έτσι επιτρέπεται στο κράτος να λειτουργεί ως «συλλογικός καπιταλιστής» επιτυγχάνοντας της διαιώνιση του κυρίαρχου τρόπου παραγωγής και τον ευέλικτο συγκερασμό και την αντανάκλαση των εσωτερικών διαφορών των επιμέρους τμημάτων την αστικής τάξης, ακόμα και τους ταξικούς εργατικούς αγώνες και διεκδικήσεις σε κάποιο βαθμό. Οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής εξυπηρετούνται και διαιωνίζονται με μια σειρά από κρατικές μορφές. Η οικονομική βάση έχει την δυνατότητα να υποτάσσει στα συμφέροντα της μια μεγάλη γκάμα από μορφές πολιτικής οργάνωσης από την αστική δημοκρατία και όλες τις αποχρώσεις της μέχρι και τις φασιστικές δικτατορίες.
Η στάση της εργατικής τάξης απέναντι στο αστικό κράτος
Η διαπίστωση ότι το αστικό κράτος -με όλες τις μορφές και μείγματα διαχείρισης- αποτελεί μηχανισμό καταπίεσης της εργατικής τάξης, δεν μεταφράζεται σε αδιαφορία της εργατικής τάξης για το πως θα λειτουργεί η κρατική εξουσία εντός του καπιταλιστικού συστήματος.
«Η ρεπουμπλικανική δημοκρατία αντιφάσκει "λογικά" με τον καπιταλισμό, επειδή εξισώνει "επίσημα" τον πλούσιο και το φτωχό. Αυτή είναι μια αντίφαση ανάμεσα στο οικονομικό σύστημα και στον πολιτικό εποικοδόμημα»[7] Η εργατική τάξη προτιμά να αξιοποιεί αυτή την αντίφαση και αγωνίζεται για τη διασφάλιση όσο το δυνατό πιο προωθημένων και πιο ουσιαστικών δημοκρατικών δικαιωμάτων εντός της αστικής δημοκρατίας χωρίς αυταπάτες για τα απαραβίαστα όρια που αυτά έχουν.
«Εμείς υποστηρίζουμε τη ρεπουμπλικανική δημοκρατία σαν την καλύτερη για το προλεταριάτο μορφή κράτους στην περίοδο του καπιταλισμού, δεν έχουμε όμως το δικαίωμα να ξεχνάμε ότι η μισθωτή δουλεία είναι η μοίρα του λαού ακόμη και στο πιο δημοκρατικό αστικό πολίτευμα».[8]
Η πραγματική δημοκρατία, δηλαδή η ουσιαστική ανόθευτη κυριαρχία της κοινωνικής πλειοψηφίας δεν μπορεί να υπάρξει στον καπιταλισμό. Ακόμα και το πιο προωθημένο αστικοδημοκρατικό κράτος αποτελεί «δικτατορία της αστικής τάξης», δηλαδή μια κοινωνική μειοψηφία, η αστική τάξη, επιβάλλεται στην πλειοψηφία της κοινωνίας. Προϋπόθεση της ουσιαστικής δημοκρατίας είναι η πλειοψηφία της κοινωνίας, η εργατική τάξη, να αποκτήσει τα μέσα για να επιβάλει την εξουσία της, δηλαδή το προλεταριάτο να γίνει άρχουσα τάξη και να φτιάξει το δικό του κράτος. Ένα κράτος που σαν όλα τα άλλα θα χρησιμοποιείται για να επιβληθεί μια τάξη πάνω σε κάποια άλλη. Μόνο που το εργατικό σοσιαλιστικό κράτος είναι το πρώτο πραγματικά δημοκρατικό κράτος καθώς κάνει κυρίαρχη την πλειοψηφία της κοινωνίας η οποία δεν έρχεται στην εξουσία για να εκμεταλλευτεί κάποια άλλη τάξη αλλά για να καταργήσει την εκμετάλλευση συνολικά. Η ιδιομορφία του σοσιαλιστικού κράτους ως του μηχανισμού ταξικής επιβολής με στόχο όχι την διαιώνιση αλλά την κατάργηση των τάξεων είναι που οριοθετεί και την αρχή του τέλους του ίδιου του κράτους.
«[…] Βλέπουμε το κράτος σαν όργανο της ταξικής κυριαρχίας και που οδηγούν υποχρεωτικά στο συμπέρασμα ότι το προλεταριάτο δεν μπορεί ν’ ανατρέψει την αστική τάξη, αν δεν κατακτήσει πρώτα την πολιτική εξουσία, αν δεν αποσπάσει την πολιτική κυριαρχία και δεν μετατρέψει το κράτος ‘’προλεταριάτο οργανωμένο σε άρχουσα τάξη’’ και πως αυτό το προλεταριακό κράτος αμέσως μετά τη νίκη του θα αρχίσει ν’ απονεκρώνεται, γιατί σε μια κοινωνία χωρίς ταξικές αντιθέσεις, το κράτος δεν χρειάζεται και δεν μπορεί να υπάρξει».[9]
Η απονέκρωση του κράτους
Η έννοια της απονέκρωσης του κράτους χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή και διευκρίνιση. Η απονέκρωση του κράτους, αποτελεί μια μεγάλη διαδικασία σταδιακής υποχώρησης και παρακμής του κράτους που μακροχρόνια θα το καταστήσει ανενεργό. Η απονέκρωση του κράτους αφορά αποκλειστικά στο σοσιαλιστικό κράτος του οποίου ο μαρασμός επέρχεται σταδιακά -όπως ακριβώς σταδιακά η σοσιαλιστική κοινωνία θα ωριμάζει αποβάλλοντας τα «καπιταλιστικά κατάλοιπα».
«Όταν το κράτος γίνει επιτέλους πραγματικά εκπρόσωπος ολόκληρης της κοινωνίας, τότε θα κάνει περιττό τον ίδιο τον εαυτό του. Από τη στιγμή που δεν υπάρχει πια καμιά κοινωνική τάξη που να χρειάζεται να την κρατάει κανείς σε καταπίεση[…]. Η παρέμβαση της κρατικής εξουσίας στις κοινωνικές σχέσεις γίνεται τόσο περιττή στον ένα τομέα ύστερα από τον άλλο και τελικά από μόνη της αποκοιμάται. Τη θέση της διακυβέρνησης προσώπων καταλαμβάνει η διαχείριση πραγμάτων και η διεύθυνση των παραγωγικών λειτουργιών. Το κράτος δεν ‘’καταργείται’’ αλλά απονεκρώνεται».[10]
Η ολοκλήρωση του μαρασμού του κράτους επιτυγχάνεται όταν τελικά θα έχει αρθεί η ίδια η ιστορική αιτία που επέβαλε την εμφάνιση του κράτους: η ταξική διαίρεση.
Κυπριακές Προεδρικές Εκλογές
Είναι ξεκάθαρο ότι η κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας στα πλαίσια του καπιταλισμού, ανεξάρτητα από τις όποιες προθέσεις, δεν μπορεί να αναιρέσει την κοινωνική αδικία και εκμετάλλευση ούτε τους απαράβατους νόμους κίνησης του καπιταλισμού. Η μόνη ρεαλιστική, επιστημονική και συνεπής στρατηγική για το κτίσιμο μιας δίκαιης κοινωνίας είναι η κατάργηση της κεφαλαιοκρατίας και η οικοδόμηση του σοσιαλισμού από το επαναστατικό κοινωνικό υποκείμενο, την εργατική τάξη.
Στην Κύπρο, οι συνεχιζόμενες εθνικές διενέξεις, η εισβολή, κατοχή και ντε φάκτο διχοτόμηση του τόπου, του λαού και των εργαζομένων του νησιού φέρνει στο προσκήνιο την αναγκαιότητα πάλης για επίλυση του εθνικού ζητήματος και επανένωση του τόπου και του λαού της Κύπρου γεγονός που θα σηματοδοτήσει και την επανένωση της εργατικής τάξης, διανοίγοντας τις προοπτικές για την εκπλήρωση της ιστορικής της αποστολής (βλέπε άρθρο νεολαίας «Το εθνικό ζήτημα στην Κύπρο»).
Το ΑΚΕΛ, εδώ και δεκαετίες, μέσα στις συνθήκες του αντικατοχικού αγώνα έχει ακολουθήσει συνειδητά την τακτική της διεκδίκησης της εκτελεστικής εξουσίας στην Κυπριακή Δημοκρατία και τη στήριξη ή/και συμμετοχή σε κυβερνητικά σχήματα. Αναμφίβολα, ο καθορισμός της τακτικής αυτής επιλογής για τις ανάγκες και στα πλαίσια της πάλης για επίλυση του κυπριακού διαμόρφωσαν μια ιστορική πείρα και φυσιογνωμία του ΑΚΕΛ που το καθιστά κόμμα πρωταγωνιστικό σε κάθε μικρή και μεγάλη στροφή της κυπριακής ιστορίας, σε κάθε μικρή ή μεγάλη μάχη του κυπριακού λαού.
Μέσα, λοιπόν, στα πλαίσια διαχείρισης ενός αστικού κράτους, πρέπει να αξιοποιούνται στον μέγιστο δυνατό βαθμό τα όποια σχετικά και επιμέρους, πλην όμως υπαρκτά περιθώρια για την υπεράσπιση του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων εντός του καπιταλισμού. Την ίδια ώρα βέβαια, η ιδιομορφία αυτή και η ίδια η προσπάθεια εκλογής προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας επιβάλλει να γίνεται ξεκάθαρο για ποιους σκοπούς και με ποιους περιορισμούς και όρια διεκδικείται η προεδρία μακριά από ωραιοποιήσεις και υπερβολές που θα δημιουργούν αυταπάτες, που θα υποσκάπτουν την προσήλωση στην ιστορική αποστολή της εργατικής τάξης. Η πάλη για επίλυση του εθνικού ζητήματος με τις όποιες τακτικές επιλογές πρέπει να υποτάσσεται και να συνάδει με τον στρατηγικό στόχο για χειραφέτηση-απελευθέρωση της εργατικής τάξης και την κατάργησης της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο.
Βιβλιογραφία
Ένγκελς Φ.: Αντι - Ντίρινγκ. Αθήνα: Συγχρονη Εποχή, 2010[1].
Ένγκελς Φ.: Η καταγωγή της οικογένειας της ατομικής ιδιοκτησίας και του κράτους. Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή, 2010[2].
Λένιν Β. Ι.: Άπαντα (τόμος 30). Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή, 1981
Λένιν Β.Ι.: Κράτος και Επανάσταση. Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή, 2010.
[1] (Ένγκελς, 2010[2[: σελ. 121-126, 162,)
[2] (Ένγκελς, 2010[2] σελ. 136)
[3] (Ένγκελς, 2010[2] σελ. 196-199)
[4] (Ένγκελς, 2010[2] σελ.131,132)
[5] (Λένιν Β.Ι., 2010 σελ. 13)
[6] (Λένιν Β.Ι. , 2010 σελ. 20-21)
[7] (Λένιν Β.Ι.. 1981: σελ. 98)
[8] (Λένιν Β.Ι. , 2010 σελ. 27)
[9] (Λένιν Β.Ι. , 2010 σελ. 37)
[10] (Ένγκελς, 2010[1] σελ. 301-303)