Του Χρυσόστομου Μωυσέως
Μέλος Συντακτικής Επιτροπής «Ν»
Η κατάσταση που επικρατεί τόσο στη χώρα μας όσο και διεθνώς το τελευταίο διάστημα με την πανδημία του κορωνοϊού (COVID19) έχει αλλάξει σε μεγάλο βαθμό την «κανονικότητα» την οποία βιώναμε. Αναπόφευκτα μια κρίση, όπως είναι και η παρούσα συγκυρία, φέρνει στην επιφάνεια ερωτήματα, προβληματισμούς, διλήμματα, επαναφέρει ακόμη και συζητήσεις που ίσως για την ανθρωπότητα θα έπρεπε να είχαν λυθεί οριστικά εδώ και αιώνες.
Από τις πρώτες φάσεις εξάπλωσης της πανδημίας ξεκίνησε να αιωρείται μια δημόσια συζήτηση. Πόσο σοβαρή είναι αυτή η ασθένεια, πώς μεταδίδεται, ποιοι κινδυνεύουν, πώς αντιμετωπίζεται κοκ. Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι σε μεγάλο βαθμό η επικινδυνότητα του ιού αυτού αμφισβητήθηκε και υποτιμήθηκε από μεγάλη μερίδα του κόσμου, όχι απαραίτητα με δική του ευθύνη.
Αφού έγιναν λίγο πολύ γνωστά τα χαρακτηριστικά του ιού αυτού και οι τρόποι μετάδοσής παίρνει και ευρύτερες διαστάσεις. Αφορμή λοιπόν για τη συζήτηση υπήρξε η εξακολούθηση της λειτουργίας των εκκλησιών αλλά και του τελετουργικού της «θείας κοινωνίας», παρ’ όλες τις προειδοποιήσεις της επιστημονικής κοινότητας για την επικινδυνότητα τόσο των πολυπληθών συγκεντρώσεων όσο και της μετάδοσης του ιού με το σάλιο.
Εκκλησιαστική «ασυλία»
Η ασυλία στη συγκεκριμένη περίπτωση έχει διπλό χαρακτήρα. Από τη μια έχουμε την πεποίθηση ορισμένων ιερωμένων αλλά και πιστών ότι η μετάδοση του ιού δεν μπορεί να γίνει μέσα από τις θρησκευτικές εκδηλώσεις, εφόσον αυτές προστατεύονται από την πίστη στην θεία δύναμη. Είναι αμέτρητες οι δηλώσεις αξιωματούχων της Εκκλησίας σε Ελλάδα και Κύπρο όπου ισχυρίζονται κάτι τέτοιο, όπως για παράδειγμα ότι «το σώμα και το αίμα του Ιησού είναι φάρμακο αθανασίας», δυστυχώς όμως υπήρξαν αντίστοιχες δηλώσεις και από ιατρικούς και άλλους επιστήμονες με αποκορύφωμα τη δήλωση καθηγήτριας λοιμωξιολογίας στην Ελλάδα ότι ο covid-19 δεν μεταδίδεται από τη Θεία Κοινωνία. Είχαμε ακόμα τις ανεκδιήγητες δηλώσεις του μητροπολίτη Μόρφου (που δυστυχώς δεν αποτελούν μεμονωμένο φαινόμενο) πως για τον Κορωνοϊό φταίνε οι σαρκικές αμαρτίες και οι εκτρώσεις.
Εξίσου σημαντικά επικίνδυνη είναι και η ασυλία την οποία απολαμβάνει η εκκλησία σε πολλές περιπτώσεις σχετικά με τα διατάγματα και τις περιοριστικές οδηγίες αντιμετώπισης της εξάπλωσης του ιού. Σε πρώτη φάση, και ενώ υπήρχαν όλες οι ενδείξεις και προειδοποιήσεις για τον ερχομό και την εξάπλωση του ιού, χρειάστηκε να φτάσουμε στις 15 Μαρτίου (και την εμφάνιση κρούσματος σε εκκλησία) για να απαγορεύσει η κυβέρνηση την προσέλευση πολιτών σε χώρους θρησκευτικής λατρείας. Μέχρι τότε απέφευγε όπως ο διάολος το λιβάνι τις ευθείες αναφορές σε σχέση με τη λειτουργία των εκκλησιών, εκτός από μια υποτυπώδη απαγόρευση συνάθροισης πέραν των 75 ατόμων με (τουλάχιστον) αμφισβητούμενη εφαρμογή του μέτρου. Επιπρόσθετα, ορισμένοι μητροπολίτες δεν συμμορφώθηκαν με τα σχετικά διατάγματα. Αποκορύφωμα, η αλλαγή της ώρας του εσπερινού για να μην εμπίπτει στις ώρες απαγόρευσης κυκλοφορίας, για όλες τις εκκλησίες της Λεμεσού από τον μητροπολίτη με κάλεσμα σε όσους πιστούς επιθυμούν να προσέλθουν. Περιμένουμε σαφώς να δούμε κατά πόσο θα υπάρξει και σε αυτήν την περίπτωση «θεία» ασυλία ή κατά πόσον θα βρεθούν οι υπεύθυνοι ενώπιον της δικαιοσύνης όπως θα συνέβαινε με οποιοδήποτε άλλο πολίτη του κράτους.
Ατομική υπόθεση ή κίνδυνος για την δημόσια υγεία
Το κύριο επιχείρημα που ερχόταν από την πλευρά των υπέρμαχων της κανονικής συνέχισης των θρησκευτικών τελετουργιών, πέραν από την ιερότητα και την ασυλία απέναντι στις ασθένειες, ήταν η επίκληση στο δικαίωμα της πίστης. Έλεγαν χαρακτηριστικά αρκετοί ότι δεν υποχρέωναν και όλους τους υπόλοιπους να κοινωνήσουν, αλλά οι ίδιοι είχαν το δικαίωμα να ασκήσουν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα ως ατομική επιλογή.
Η δική μας θέση είναι ότι ατομική υπόθεση θα ήταν αν κάποιος επέλεγε να προστατευτεί ή να θεραπευτεί από κάποια ασθένεια με ευλογημένο κρασί, με προσευχή ή με ξεμάτιασμα από το σπίτι του, αντί να επισκεφθεί κάποιο ειδικό επιστήμονα ή να ακολουθήσει την ενδεδειγμένη θεραπευτική/φαρμακευτική αγωγή. Δεν είναι ατομική υπόθεση όταν κάτι τέτοιο γίνεται σε χώρο συνάθροισης εν μέσω πανδημίας, από τη στιγμή που όσοι παρευρίσκονται δεν μένουν περιορισμένοι εκεί αλλά κινούνται ανάμεσά μας φεύγοντας. Με αυτά τα δεδομένα αποτελεί θέμα δημόσιας υγείας και κοινής λογικής.
Θρησκεια VS Επιστήμη
Σε κάθε περίπτωση η παρούσα συνθήκη έφερε τόσο τις κυβερνήσεις όσο και το κοινωνικό σύνολο μπροστά σε ένα κρίσιμο, κατά τη δική μας εκτίμηση, σταυροδρόμι. Θεωρούμε ότι η κρίση την οποία διερχόμαστε υπήρξε μια σαφής απόδειξη της σημασίας της επιστήμης στην κοινωνία του 21ου αιώνα, κάτι που δυστυχώς δεν είναι αυτονόητο για πολλούς.
Υπήρξε λοιπόν μια νίκη της επιστήμης, το γεγονός ότι όλες οι κυβερνήσεις, ακόμη και οι πολιτικοί θιασώτες της θρησκείας, στις πλείστες περιπτώσεις και οι ηγεσίες των θρησκευτικών δογμάτων ανά το παγκόσμιο συμμορφώθηκαν με τις υποδείξεις της επιστημονικής κοινότητας. Από τη μια είναι σημαντικό για να επαναπροσδιοριστούμε ως κοινωνίες εν έτει 2020 και το ρόλο που (πρέπει να) έχει ο καθένας. Από την άλλη είναι εξίσου σημαντικό το γεγονός ότι περνούν από ένα μεγάλο κύμα αμφισβήτησης, αν όχι τα θρησκευτικά δόγματα, τουλάχιστον οι θρησκευτικές τελετουργίες. Γιατί μπορεί σήμερα κάποιος να ισχυριστεί ασκώντας τα θρησκευτικά του καθήκοντα από το σπίτι, ότι τελικά η εκκλησία δεν είναι ο οίκος του Θεού αλλά μια ακίνητη περιουσία της Εκκλησίας. Ότι η Θεία Κοινωνία δεν είναι σώμα και αίμα Χριστού, αλλά ένα γλυκό κρασί και ένα νόστιμο ψωμί. Μπαίνοντας σε πιο «επικίνδυνα» μονοπάτια θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι μπορεί κάποιος να πιστεύει σε όποιο θεό θέλει χωρίς ρασοφόρους μεσάζοντες.
Κανένας συμβιβασμός με την παραίτηση και το σκοταδισμό
Έχοντας πει όλα αυτά θα πρέπει να θεωρείται δεδομένος ο σεβασμός μας στις προσωπικές πεποιθήσεις και τα πιστεύω του καθενός. Ο σεβασμός αυτός δεν σημαίνει υποχώρηση από την πάλη για ανέβασμα του επιπέδου συνείδησης και συνεπώς πάλης του ανθρώπου για βελτίωση των συνθηκών ζωής. Δεν σημαίνει συμβιβασμός με αντιλήψεις που συσκοτίζουν τις αιτίες της εκμετάλλευσης, της ανέχειας, της φτώχειας και της εξαθλίωσης. Δεν σημαίνει συμβιβασμός με την παραίτηση από τον αγώνα για αλλαγή του κόσμου σήμερα για να κερδηθεί κάποια φανταστική βασιλεία αύριο. Δεν σημαίνει εξίσωση της όποιας πεποίθησης με την πραγματικότητα που βιώνουμε και «φωνάζει» να την αλλάξουμε. Στον αγώνα για αυτή την αλλαγή θέλουμε μαζί μας τον καθένα που "τρέμει από αγανάκτηση για κάθε αδικία" ανεξάρτητα από το προσωπικό αναφαίρετο δικαίωμα της θρησκευτικής επιλογής.
*Άρθρο που κυκλοφόρησε στη "Ν" Aπριλίου